скачать книгу бесплатно
Εκείνη συγκατένευσε, συνεχίζοντας να ανακατεύει τη σούπα. «Ήταν μια σχέση που έμελλε να τελειώσει. Η σύζυγός του μετακόμισε στο Εδιμβούργο, μήνες πριν, και φημολογείται ότι είχε ήδη άλλον. Ξέρει πώς είναι τα κουτσομπολιά ... Κι αυτός δεν είναι κανένας άγιος, αλλά έχει δεθεί με αυτά τα μέρη και δεν ήθελε να φύγει από το χωριό».
Μου έβαλα ένα ποτήρι νερό από την καράφα. «Και γι’αυτό δεν αποφάσισε να φύγει;»
Η οικονόμος σέρβιρε τη σούπα στα πιάτα και, σε χρόνο μηδέν, άρχισα να τρώω πεινασμένη. Πεινούσα περισσότερο από όσο νόμιζα.
«Ο Κάιλ δεν κάνει κάτι άλλο από το να λέει ότι έχει βαρεθεί αυτό το μέρος, το σπίτι, τον κύριο ΜακΛέιν, όμως το σκέφτεται να φύγει. Ποιος άλλος θα τον προσλάμβανε;»
Την κοίταξα πάνω από το πιάτο, με περιέργεια. «Δεν έχει πτυχίο νοσοκόμου;»
Η ΜακΜίλιαν έσπασε ένα ψωμάκι στα δύο, με προσοχή. «Είναι, βέβαια, αλλά μέτριος και τεμπέλης. Σίγουρα δεν μπορούμε να πούμε ότι θα μείνει εδώ, μέχρι να πεθάνει. Και, συχνά, η αναπνοή του μυρίζει αλκοόλ. Δεν εννοώ ότι είναι μεθυσμένος, αλλά ...» η φωνή της ήταν γεμάτη αποδοκιμασία.
«Εμένα μου αρέσει αυτό το σπίτι», είπα, χωρίς σκέψη.
Η γυναίκα εξεπλάγη. «Πραγματικά, δεσποινίς Μπρούνο;»
Κατέβασα τα μάτια στο πιάτο, με τα μάγουλά μου πυρακτωμένα. «Νιώθω σαν στο σπίτι μου», εξήγησα. Και κατάλαβα ότι έλεγα την αλήθεια. Παρά τις εναλλαγές της διάθεσης του συναρπαστικού συγγραφέα μου, ένιωθα άνετα ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, μακριά από τα συντριπτικά δεινά του παρελθόντος μου.
Η ΜακΜίλιαν άρχισε να φλυαρεί και ανάλαφρη τελείωσα το πιάτο μου. Το μυαλό μου έτρεξε σε αποκλίνουσες και άνισες διαδρομές και ο προορισμός ήταν πάντα, αναπόφευκτα, ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν. Ήμουν διχασμένη ανάμεσα στην ακατάσχετη ανάγκη να εξακολουθώ να τον ονειρεύομαι και στην επιθυμία να αφήσω πίσω μου τις αυταπάτες.
Ο Κάιλ ξεπρόβαλε στην κουζίνα λίγα λεπτά αργότερα, πιο ζοφερός από ποτέ. «Μισώ θερμά τον ΜακΛέιν», είπε.
Η οικονόμος τον σταμάτησε στα μισά της πρότασής του, για να τον επιπλήξει. «Ντροπή σου, να μιλάς τόσο άσχημα για αυτόν που σου δίνει να φας».
«Καλύτερα να πεθάνω από την πείνα, από το να έχω να κάνω μαζί του», ήταν η θυμωμένη απάντηση του άλλου. Η πίκρα στη φωνή του, με έκανε να ανατριχιάσω. Ήταν ένας αφοσιωμένος υπηρέτης, όπως είχα ήδη μαντέψει, αλλά το μίσος του ήταν πολύ φλογερό
Ο Κάιλ άνοιξε το ψυγείο και πήρε δύο κουτάκια μπύρας. «Καληνύχτα, αγαπητές κυρίες. Πάω στο δωμάτιο μου να γιορτάσω το διαζύγιο». Ένα νευρικό τικ φάνηκε να χορεύει στη γωνία του δεξιού ματιού.
Εγώ κι η οικονόμος κοιταχτήκαμε σιωπηλά, μέχρι που έφυγε.
«Ήταν πραγματική αγένεια να μιλήσει έτσι για τον καημένο τον κύριο ΜακΛέιν» ήταν τα πρώτα της λόγια. Στη συνέχεια, με κοίταξε συννεφιασμένη. «Πιστεύετε ότι σκοπεύει να αυτοκτονήσει;»
Γέλασα, προτού μπορέσω να σταματήσω τον εαυτό μου. «Δεν φαίνεται τέτοιος τύπος», την καθησύχασα.
«Αυτό είναι αλήθεια. Είναι πολύ ρηχός για να τρέφει βαθιά αισθήματα για τον οποιονδήποτε», είπε με αηδία. Η ανησυχία της για τον Κάιλ εξατμίστηκε, όπως η δροσιά κάτω από τον ήλιο, και άρχισε να μου απαριθμεί τα οφέλη που, κατά τη γνώμη της, είχε τον να ζεις στην ύπαιθρο και όχι στην πόλη.
Την βοήθησα να πλύνει τα πιάτα και αποσυρθήκαμε. Εγώ στον πρώτο όροφο κι εκείνη σε ένα δωμάτιο, λίγο πιο μακριά από την κουζίνα, στο ισόγειο.
Στριφογύριζα, συνεχώς, πριν κοιμηθώ και στη συνέχεια έπεσα σε έναν ανήσυχο ύπνο. Το πρωί τα μάγουλα μου ήταν σκληρά μάγουλα από τα νυχτερινά δάκρυα, τα οποία δεν θυμόμουν να είχαν τρέξει από τα μάτια μου.
Εκείνο το βράδυ δεν ονειρεύτηκα τον Σεμπάστιαν.
Η επόμενη μέρα ήταν Τρίτη και ο ΜακΛέιν ήταν ήδη θυμωμένος από νωρίς.
«Σήμερα, στην ώρα του σαν φοροεισπράκτορας, θα έρθει Μάκιντος», είπε απειλητικά. «Δεν μπορώ να τον αποτρέψω από το να έρχεται. Έχω δοκιμάσει τα πάντα. Από απειλές ως ικεσίες. Φαίνεται να μην τον διαπερνά καμία από τις προσπάθειές μου. Είναι χειρότερος κι από γύπα».
«Ίσως , να θέλει απλώς να βεβαιωθεί ότι είστε εντάξει», είπα, απλώς, για να πω κάτι.
Εκείνος κόλλησε τα μάτια του επάνω μου και στη συνέχεια ξέσπασε σε γέλια. «Μελισσάνθη Μπρούνο, είστε φοβερή προσωπικότητα ... Ο αγαπητός Μάκιντος έρχεται επειδή το θεωρεί καθήκον του, όχι επειδή τρέφει καμια ιδιαίτερη αγάπη για μένα».
«Καθήκον; Δεν καταλαβαίνω ... Κατά τη γνώμη μου, μοναδικός σκοπός του είναι να κάνει μια επίσκεψη. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον», είπα πεισματικά.
Ο ΜακΛέιν έκανε έναν μορφασμό. «Αγαπητή μου ... Δεν είστε από τους αφελείς που πιστεύουν ότι όλα είναι όπως φαίνονται; Δεν είναι όλα μαύρα και άσπρα, υπάρχει και το γκρι, για να σας δώσω ένα παράδειγμα».
Εγώ δεν απαντήσα, τι μπορούσα να πω; Ότι για μένα αυτή ήταν η αλήθεια; Ότι για μένα, πραγματικά, δεν υπήρχε τίποτα άλλο από το λευκό και το μαύρο, σε σημείο που να τα έχω σιχαθεί;
«Ο Μάκιντος έχει αισθήματα ενοχής για το ατύχημα και θεωρεί ότι θα εξιλεωθεί ερχόμενος εδώ σε τακτά χρονικά διαστήματα, ακόμα και αν αυτό δεν μου αρέσει καθόλου», πρόσθεσε κακόβουλα.
«Ενοχή;» επανέλαβα. «Με ποια έννοια;»
Μια αστραπή φώτισε το παράθυρο πίσω του και μετά ήρθε ο βροντερός κεραυνός. Εκείνος δεν γύρισε, σαν να μην μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τα δικά μου.
«Προμηνύονται καταρρακτώδεις βροχές. Ίσως αυτό να αποτρέψει τον Μάκιντος από το έρθει σήμερα».
«Αμφιβάλλω. Είναι απλά μια καλοκαιρινή μπόρα. Μια ώρα και αυτό είναι όλο», είπα απλά.
Με κοίταξε με μία ένταση που προκάλεσε ελαφριά ρίγη στην σπονδυλική μου στήλη. Ήταν ένας παράξενος άνθρωπος, αλλά τόσο χαρισματικός, ώστε να διαγράφονται τα οποιοδήποτε ελαττώματά του.
«Θέλετε να τακτοποιήσω τα υπόλοιπα ράφια;» ρώτησα νευρικά, για να αποδράσω από την σταθερότητα του βλέμματός του.
«Κοιμήθηκες καλά χθες το βράδυ, Μελισσάνθη;»
Το ερώτημα με εξέπληξε. Η φωνή του ήταν απαλή αλλά υπονοούσε μία πιεστική βιασύνη, που με ώθησε στην ειλικρίνεια.
«Όχι ιδιαίτερα»
«Χωρίς κανένα όνειρο;» Η φωνή του ήταν απαλή και καθαρή όσο το νερό σε ένα ήρεμο ρυάκι, και με έκανε να παρασυρθώ από το δροσιστικό ρεύμα.
«Όχι, όχι απόψε».
«Θα ήθελες να ονειρεύεσαι;»
«Ναι», απάντησα δυναμικά. Ο διάλογός μας ήταν σουρεαλιστικός, αλλά ήμουν έτοιμος να τον συνεχίσω επ’αόριστον.
«Ίσως σου συμβεί. Η σιωπή σε αυτό το μέρος είναι ιδανική, για να ενεργοποιήσει τα όνειρα», είπε παγερά. Γύρισε στον υπολογιστή, έχοντας ήδη ξεχάσει εμένα.
‘Φανταστικά’, είπα στον εαυτό μου ταπεινωμένη. Μου είχε ρίξει ένα κόκαλο, όπως θα έκανε με ένα σκυλί, και ήμουν πολύ ηλίθια για να το αντιληφθώ, σαν να πέθαινα από την πείνα. Και όντως ήμουν πεινασμένη. Για τα βλέμματά μας, την έντονη πολυπλοκότητά μας, για τα απροσδόκητα χαμόγελα του.
Κατέβασα τους ώμους και γύρισα στη δουλειά. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πάλι τη Μονίκ. Εκείνη, πραγματικά, ήταν ικανή να τραβά τα βλέμματα των ανδρών, να τους τυλίγει σε έναν ιστό από ψέματα και όνειρα, για να κερδίσει την προσοχή τους με δεξιοτεχνία. Μία φορά τη ρώτησα πώς είχε μάθει την τέχνη της αποπλάνησης. Στην αρχή είχε απαντήσει το εξής: «Δεν μαθαίνεται, Μελισσάνθη. Ή την έχεις από πάντα, ή απλως την ονειρεύεσαι». Στη συνέχεια, στράφηκε σε μένα, και η έκφρασή της είχε μαλακώσει. «Όταν θα είσαι στην ηλικία μου, θα ξέρεις πώς να το κάνεις, θα δεις».
Τώρα ήμουν στην ηλικία της και είχα γίνει χειρότερη από ό, τι πριν. Οι γνωριμίες μου με άνδρες ήταν πάντα σποραδικές και βραχύβιες. Όλοι οι άντρες μου έκαναν την ίδια σειρά ερωτήσεων: Ποιο είναι το όνομά σου; Τι κάνεις; Τι αυτοκίνητο έχεις; Στην είδηση ότι δεν είχα άδεια οδήγησης με κοιτούσαν σαν ένα σπάνιο θηρίο, σαν να έπασχα από μια φοβερή μεταδοτική ασθένεια. Κι εγώ δεν ανοιγόμουν, αναπτύσσοντας οικειότητες.
Πέρασα το χέρι μου πάνω από το σκληρό εξώφυλλο ενός βιβλίου. Ήταν μία πολυτελής έκδοση, με μαροκινό δέρμα, του «Περηφάνια και προκατάληψη», της Τζέιν Όστεν.
«Σίγουρα είναι το αγαπημένο σου».
Σήκωσα ξαφνιασμένη το κεφάλι. Ο ΜακΛέιν με επεξεργαζόταν κάτω από τα μισόκλειστα βλέφαρά του, με μια επικίνδυνη λάμψη σε αυτό το μαύρο μανδύα.
«Όχι», είπα, τοποθετώντας το βιβλίο στο ράφι. «Μου αρέσει, αλλά δεν είναι το αγαπημένο μου».
«Τότε, θα είναι το ‘Ανεμοδαρμένα Ύψη’». Μου χάρισε ένα εκπληκτικό κι απρόσμενο χαμόγελο.
Η καρδιά μου σκίρτησε, και μόλις με το ζόρι δεν έπεσα κάτω. «Ούτε,» είπα, εντείνοντας με χαρά τη σταθερότητα της φωνής μου.
«Δεν έχει πολύ καλό τέλος. Όπως σας είπα, έχω μια ιδιαίτερη προτίμηση για το αίσια τέλη».
Κύλησε την αναπηρική καρέκλα και ήρθε μερικά βήματα μπροστά μου με βαθιά έκφραση. «’Πειθώ’, πάντα της Όστεν. Τελειώνει καλά, δεν μπορείς να το αρνηθείς». Ούτε που προσπαθούσε να κρύψει πως διασκέδαζε και ήμουν κι εγώ παθιασμένη με αυτό το παιχνίδι.
«Είναι ωραίο, το παραδέχομαι, αλλά είστε ακόμα μακριά. Είναι ένα βιβλίο που επικεντρώνεται στην αναμονή και δεν είμαι καλή στο να περιμένω. Είμαι πολύ ανυπόμονη. Θα καταλήξω να παραιτηθώ ή να αλλάξω επιθυμία».
Τώρα η φωνή μου ήταν ανόητη. Χωρίς να το καταλάβω φλέρταρα μαζί του.
«Τζέιν Έιρ».
Δεν περίμενε το γέλιο μου και έμεινε να με κοιτά, αποσβολωμένος.
Πέρασαν αρκετά λεπτά, προτού μπορέσω να του απαντήσω. «Επιτέλους! Νόμιζα ότι περνούσαν αιώνες ...».
Μία υποψία χαμόγελου πέρασε πάνω από το βλοσυρό του ύφος του. «Έπρεπε το καταλάβω αμέσως, πράγματι. Μια ηρωίδα που πίσω της έχει μία θλιβερή και μοναχική ιστορία, ένας άντρας με επίπονο παρελθόν, ένα αίσιο τέλος μετά από χιλιάδες δυσκολίες. Ρομαντικό. Παθιασμένο. Ρεαλιστικό». Τώρα, άρχισαν να χαμογελούν και τα χείλη του, εκτός από τα μάτια του. «Μελισσάνθη Μπρούνο, γνωρίζετε ότι μπορείτε να ερωτευτείτε εμένα, όπως η Τζέιν Έιρ τον κύριο Ρότσεστερ, που τυγχάνει να είναι ο εργοδότη της;»
«Εσείς δεν είστε ο κύριος Ρότσεστερ», είπα ήσυχα.
«Είμαι κυκλοθυμικός, όπως εκείνος», αντιτάχθηκε με ένα μισό χαμόγελο που δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς, από το να το ανταποδώσω.
«Συμφωνώ. Αλλά εγώ δεν είμαι η Τζέιν Έιρ».
«Επίσης αλήθεια. Εκείνη ήταν χλωμή, άσχημη, ασήμαντη», είπε, μπερδεύοντας τα λόγια του. «Κανείς με σώας τας φρένας, και με καλή όραση, δεν θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο για εσένα. Τα κόκκινα μαλλιά σου θα πρέπει θα ξεχώριζαν από χιλιόμετρα μακριά».
«Δεν φαίνεται ακριβώς σαν κομπλιμέντο ...» είπα χαριτολογώντας παραπονεμένα.
«Όταν κάποιος σε ξεχωρίζει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ποτέ δεν είναι άσχημο, Μελισσάνθη», είπε σιγανά.
«Τότε, σας ευχαριστώ».
Εκείνος χαμογέλασε. «Από ποιον πήρες τα μαλλιά, δεσποινίς Μπρούνο; Από τους ιταλικής καταγωγής γονείς σου;»
Η αναφορά της οικογένειάς μου βοήθησε να αμαυρώσει την ευτυχία εκείνης τη στιγμή. Κοίταξα μακριά και συνέχισα να τακτοποιώ τα βιβλία στα ράφια.
«Λένε πως η γιαγιά μου είχε κόκκινα μαλλιά. Οι γονείς μου δεν έχουν κόκκινα μαλλιά, ούτε και η αδελφή μου».
Πλησίασε την αναπηρική καρέκλα στα πόδια μου, που είχαν τεντωθεί στην προσπάθεια να τακτοποιήσω τα βιβλία. Σε εκείνο το διάστημα των λίγων λεπτών δεν μπορούσα να μην αντιληφθώ το απαλό άρωμα του. Ένα μυστηριώδες και ελκυστικό μίγμα λουλουδιών και μπαχαρικών.
«Και τι κάνει μια όμορφη γραμματέας με κόκκινα μαλλιά και Ιταλούς προγόνους, σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Σκωτίας;»
«Ο πατέρας μου μετανάστευσε, για να συντηρήσει τη γυναίκα και την κόρη του. Εγώ γεννήθηκα στο Βέλγιο».
Έψαχνα έναν τρόπο για να αλλάξεω το θέμα, αλλά ήταν δύσκολο. Η εγγύτητά του μπέρδευε τις σκέψεις μου, μπλέκοντάς τες σε ένα κουβάρι που δύσκολα ξεμπλεκόταν.
«Από το Βέλγιο στο Λονδίνο και στη συνέχεια στη Σκωτία. Και είστε μόνο είκοσι δύο. Πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι τουλάχιστον ασυνήθιστο».
«Θέλω να γνωρίσω τον κόσμο», είπα επιφυλακτικά.
Κοίταξα πάνω προς το μέρος του. Το δασύτριχο συνοφρύωμά του είχε εξαφανιστεί σαν το χιόνι στον ήλιο, έχοντας αντικατασταθεί από μια υγιή περιέργεια. Δεν υπήρχε τρόπος να του αποσπάσω την προσοχή. Έξω, η καταιγίδα μαινόταν, σε όλη της τη βίαιη ένταση. Μία παρόμοια μάχη εξελισσόταν μέσα μου. Η επικοινωνία μαζί του ήταν φυσική, αυθόρμητη, απελευθερωτική, αλλά δεν μπορούσα, δεν έπρεπε να μιλήσω ελεύθερα, αλλιώς θα το μετάνιωνα.
«Θέλεις να μάθεις τον κόσμο και προσγειώθηκες σε αυτή την απομακρυσμένη γωνιά του κόσμου;» Ο τόνος του ήταν ανοιχτά σκεπτικός. «Δεν χρειάζεται να μου λες ψέματα, Μελισσάνθη Μπρούνο. Εγώ δεν κρίνω από τα φαινόμενα ».
Κάτι έσπασε μέσα μου, απελευθερώνοντας αναμνήσεις που θεωρούσα θαμμένες για πάντα. Μια φορά εμπιστεύτηκα κάποιον και έληξε άσχημα, η ζωή μου σχεδόν καταστράφηκε. Μόνο η μοίρα απέτρεψε την τραγωδία. Για μένα.
«Δεν λέω ψέματα. Εδώ μπορεί να μάθει κανείς τον κόσμο», είπα χαμογελώντας. «Δεν έχω πάει ποτέ στα Χάιλαντς, ενδιαφέρον. Και έπειτα είμαι νέα, μπορώ ακόμα να ταξιδεύω, να δω, να ανακαλύψω νέα μέρη».
«Και έτσι σου προτείνω να φύγεις». Η φωνή του τώρα ήταν βραχνή.
Γύρισα προς το μέρος του. Μια σκιά είχε πέσει στο πρόσωπό του. Υπήρχε κάτι απελπιστικό, έξαλλο, αρπακτικό μέσα του, εκείνη τη στιγμή.
Χωρίς να έχω τι να πω, περιορίστηκα στο να τον κοιτάζω.
Κύλησε γρήγορα την αναπηρική καρέκλα, απευθείας στο γραφείο σας. «Μην ανησυχείς. Αν συνεχίσεις να είναι τόσο τεμπέλα, θα σε διώξω από μόνος μου κι έτσι θα μπορέσεις να συνεχίσεις το ταξίδι σου σε όλο τον κόσμο».
Τα αιχμηρά του λόγια ήταν σαν να έριχνε πάνω μου έναν κουβά με παγωμένο νερό. Σταμάτησε στο παράθυρο, καρφωμένος στο αναπηρικό καροτσάκι με τα δύο του χέρια, με άκαμπτους τους ώμους.
«Είχατε δίκιο. Η καταιγίδα ήδη σταμάτησε. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να αποφύγω τον Μάκιντος σήμερα. Φαίνεται ότι δεν κάνω τίποτε άλλο πέρα από λάθη».
«Κοίτα, ένα ουράνιο τόξο». Μου φώναξε, χωρίς να γυρίσει. «Ελάτε να δείτε, δεσποινίς Μπρούνο. Συναρπαστικό θέαμα, έτσι δεν είναι; Αμφιβάλλω αν έχετε ξαναδεί ουράνιο τόξο».
«Κι όμως, έχω δει», ανταπάντησα, χωρίς να κινηθώ. Το ουράνιο τόξο ήταν η σκληρή ένδειξη αυτού που μου είχε στερηθεί για πάντα . Η αντίληψη των χρωμάτων, το θαύμα τους, το αρχαϊκό μυστήριο τους.
Η φωνή μου ήταν τόσο εύθραυστη, όπως ένα λεπτό κομμάτι πάγου, κι οι ώμοι μου ήταν πιο άκαμπτοι από τους δικούς του.
Και πάλι σήκωσε ένα τείχος ανάμεσά μας, ψηλό και αδιάβατο. Με απαραβίαστη άμυνα.
Ή ίσως να το είχα κάνει πρώτη εγώ.
Έκτο κεφάλαιο
«Θέλεις να δειπνήσεις μαζί μου, Μελισσάνθη Μπρούνο;»
Τον κοίταξα με ορθάνοιχτα μάτια, νομίζοντας ότι δεν κατάλαβα καλά. Με αγνοούσε εδώ και ώρες, και στις σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες καταδέχτηκε να μου μιλήσει, ήταν δυσάρεστος και ψυχρός.
Στην αρχή σκέφτηκα να αρνηθώ, εξοργισμένη από την παιδιάστικη και ευμετάβλητη στάση του, αλλά μετά υπερίσχυσε η περιέργεια. Ή μήπως ήταν η ελπίδα να δω ξανά το χαμόγελό του, εκείνο το μονόπλευρο, οικείο, φιλικό χαμόγελο. Ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από τον λόγο, η απάντησή μου ήταν θετική.
Η κυρία ΜακΜίλιαν ήταν τόσο συγκλονισμένη από την είδηση, που έμεινε σιωπηλή για όσο χρονικό διάστημα μας σέρβιρε το δείπνο, προκαλώντας την αμοιβαία διασκέδασή μας.
Ο ΜακΛέιν ήταν χαλαρός και δεν είχε πλέον το σκληρή έκφραση που τόσο πολύ είχα μάθει να φοβάμαι.
Η σιωπή μας προέκυπτε από τη συνενοχή μας και έσπασε μόνο όταν μας άφησε η οικονόμος.
«Καταφέραμε να αφήσουμε την αγαπητή Μίλισεντ άφωνη... Νομίζω ότι θα καταλήξουμε στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες», παρατήρησε με ένα γέλιο που με άγγιξε στο κέντρο της καρδιάς.
«Σίγουρα», συμφώνησα. «Είναι, πραγματικά, ένα τιτάνιο εγχείρημα. Αμφέβαλα ότι θα έβλεπα να έρχεται αυτή τη μέρα».