banner banner banner
Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο
Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο
Оценить:
Рейтинг: 0

Полная версия:

Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο

скачать книгу бесплатно


Αποδέχτηκα σιωπηλά εκείνη την πρόταση ειρήνης και κατάφερα να χαμογελάσω. «Πιστεύω ότι εξαρτάται από εσάς, κύριε», αποκάλυψα χαμηλόφωνα, σαν να εξομολογούμουν μία μεγάλη αμαρτία.

«Ήξερα ήδη ότι ήμουν δαιμόνιος», είπε σοβαρά. «Αλλά ως αυτό το σημείο; Με αφήνετε χωρίς λόγια…»

«Αν θέλετε, σας δίνω το λεξικό», είπα χαμογελώντας. Η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη, έτσι ένιωθε κι η καρδιά μου.

«Πιστεύω ότι το πραγματικό διαβολάκι είστε εσείς, Μελισσάνθη Μπρούνο», συνέχισε να με πειράζει. «Είστε ο Σατανάς προσωποποιημένος που ήρθε για να ταράξει την ηρεμία μου».

«Ηρεμία; Είστε σίγουρος ότι δεν μπερδεύεστε με τη λέξη ‘φασαρία’;» αστειεύτηκα.

«Αν ήταν έτσι, με εσάς εδώ, δεν θα την ξαναείχα ποτέ, αυτό είναι σίγουρο. Ίσως, με αυτό το ρυθμό, θα καταλήξω να τη νοσταλγώ», απάντησε με έμφαση.

Γελούσαμε κι οι δύο, με κύματα της ίδιας διάρκειας, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Τρεις φορές.

«Η κυρία ΜακΜίλιαν», είπε εκείνος, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το πρόσωπό μου.

Εγώ πήγα, απρόθυμα, να φέρω την οικονόμο.

«Ήρθε ο γιατρός Μάκιντος, κύριε», είπε η καλή γυναίκα, με μία ιδέα ανησυχίας στη φωνή της.

Ο συγγραφέας σκοτείνιασε, στη στιγμή. «Είναι κιόλας Τρίτη;»

«Βέβαια, κύριε. Θέλετε να τον συνοδεύσω στο δωμάτιό σας,» ρώτησε εκείνη, καλοσυνάτα.

«Εντάξει. Φώναξε τον Κάιλ», διέταξε εκείνος, με τόνο ξερό σαν εκατό κιλά σκόνη. Απευθύνθηκε. «Τα λέμε μετά, δεσποινίς Μπρούνο».

Ακολούθησα την οικονόμο στις σκάλες. Εκείνη απάντησε στην ερώτηση που δεν εξέφρασα. «Ο Δρ Μάκιντος είναι ο τοπικός γιατρός. Κάθε Τρίτη έρχεται να επισκεφθεί τον κύριο ΜακΛέιν. Εκτός από την παράλυση, είναι υγιής σαν ταύρος, αλλά είναι μία συνήθεια και μία προφύλαξη».

«Η…» Δίστασα, αναποφάσιστη ως προς την επιλογή των λέξεων. «…κατάστασή του είναι μη αναστρέψιμη;»

«Δυστυχώς ναι, δεν υπάρχουν ελπίδες», ήταν η λυπηρή επιβεβαίωσή της.

Στο τέλος της σκάλας περίμενε ένας άντρας, κουνώντας την βαλίτσα με τα εργαλεία.

«Λοιπόν, Μίλισεντ; Είχε ξεχάσει πάλι την επίσκεψη;» Ο άνδρας έστρεψε σε μένα το βλέμμα, ψάχνοντας την ιδιότητά μου. «Εσείς είστε η καινούργια γραμματέας; Θα πέσει σε εσάς το βάρος να θυμάστε τα επόμενα ραντεβού. Κάθε Τρίτη, στις 3 το μεσημέρι». Μου έτεινε το χέρι, με ένα φιλικό χαμόγελο. «Είμαι ο τοπικός γιατρός. Τζον Μάκιντος».

Ήταν ένας άνδρας ψηλός, σχεδόν όσο κι ο Κάιλ, αλλά πιο μεγάλος σε ηλικία, κάπου μεταξύ 60 και 70 ετών.

«Κι εγώ είμαι η Μελισσάνθη Μπρούνο», είπα σφίγγοντάς του το χέρι.

«Εξωτικό όνομα για μία ομορφιά αντάξια των γυναικών της Σκωτίας». Ο θαυμασμός στο βλέμμα του ήταν έκδηλος. Τα χαμόγελα είχαν ευγνωμωσύνη. Προτού φτάσω σε αυτό το χωριό, που ούτε ο χάρτης δεν το έχει, θεωρούμουν γλυκιά, κάτι παραπάνω από χαριτωμένη, τις πιο πολλές φορές αποδεκτή. Ποτέ όμορφή.

Η κυρία ΜακΜίλιαν έλαμψε με αυτό το κομπλιμέντο, σαν να ήταν η μητέρα μου κι εγώ η κόρη που θα παντρευόταν. Ευτυχώς, ο γιατρός ήταν ηλικιωμένος και παντρεμένος, κρίνοντας από την παχιά βέρα που φορούσε στον παράμεσο, αλλιώς θα αφοσιωνόταν στο να κάνει έναν όμορφο γάμο, στο ειδυλλιακό τοπίο του Midnight Rose.

Αφού τον συνόδευσε πάνω, γύρισε σε μένα, με μία άτακτη έκφραση στο λεπτό της πρόσωπο. «Κρίμα που είναι παντρεμένος. Θα ήταν θαυμάσιο ταίρι για εσάς».

Κρίμα που είναι γέρος, θα μου άρεσε να προσθέσω. Σιώπησα εγκαίρως, ώστε να θυμηθώ ότι η ΜακΜίλιαν ήταν τουλάχιστον 50 ετών και ίσως έβρισκε τον γιατρό ελκυστικό και ποθητό.

«Δεν ψάχνω για αρραβωνιαστικό», της θύμισα σταθερά. «Ελπίζω να μην να μου φορτώσετε και τον Κάιλ».

Εκείνη αρνήθηκε με το κεφάλι. «Κι αυτός είναι παντρεμένος. Δηλαδή…Σε διαστάση, κάτι σπάνιο σε αυτά τα μέρη. Έχει κάτι το παράξενο και το ανήθικο».

Ήμουν έτοιμη να απαντήσω ότι ο οποιοσδήποτε θα έπρεπε να αρέσει πρώτα σε μένα, αλλά σταμάτησα. Κυρίως, γιατί ο Κάιλ δεν άρεσε ούτε σε μένα. Δεν ήταν ακριβώς ο τύπος του άντρα που θα μου άρεσε να ονειρεύομαι, αν μπορούσα να ονειρευτώ. Δεν ήμουν άδικη. Η αλήθεια ήταν ότι, αφότου γνώρισα τον αινιγματικό και πολύπλοκο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν, ήταν δύσκολο να βρω κάποιον που να τον φτάνει. Μου τα έψαλα για τη χαζομάρα. Αξιοθρήνητο και κοινότυπο να πέσω στα απλωμένα δίχτυα του όμορφου συγγραφέα. Εκείνος ήταν, απλώς ,ο εργοδότης μου κι εγώ δεν ήθελα να καταλήξω όπως εκατομμύρια άλλες γραμματείς ερωτευμένες, χωρίς ελπίδα, με το αφεντικό τους. Είτε με είτε χωρίς αναπηρική καρέκλα, ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν ήταν εκτός απρόσιτος για μένα.

Ασυζητητί.

«Πάω επάνω», είπα. «Συνήθως πόσο κρατούν οι επισκέψεις;»

Η οικονόμος χαμογέλασε ευχάριστα. «Περισσότερο από όσο μπορεί να αντέξει ο κύριος ΜακΛέιν». Άρχισε μία σειρά αφηγήσεων με θέμα τις ιατρικές επισκέψεις. Εγώ τη σταμάτησα στα κρυφά, με την βαθιά πεποίθηση ότι, αν δεν το έκανα εγκαίρως, την επόμενη Τρίτη θα βρισκόμουν ακόμη εκεί, ακούγοντας χωρίς διακοπές.

Ήμουν στο κεφαλόσκαλο όταν, ξαφνικά, ο Κάιλ ξεπρόβαλε μέσα από ένα υπνοδωμάτιο. Μου φάνηκε ότι ήταν το δωμάτιο του κοινού μας εργοδότη.

Μου έγνεψε και μου έκλεισε το μάτι με αυτοπεποίθηση. Εγώ παρέμεινα στη θέση μου, ώστε να μην του δώσω δικαίωμα. «Είχε δίκιο η κυρία ΜακΜίλιαν», σκέφτηκα ενώ με πλησίαζε. Μέσα του υπήρχε κάτι βαθιά διαταραγμένο.

«Κάθε Τρίτη, η ίδια ιστορία. Θα ήθελα να σταματούσε ο Μάκιντος αυτές τις ανούσιες επισκέψεις. Το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο. Μόλις φύγει, εγώ θα υποστώ την κακή διάθεσή του ασθενούς του». Το χαμόγελό του μεγάλωσε. «Κι εσύ».

Με έπιασε από τους ώμους. «Είναι η δουλειά μας, σωστά; Δεν πληρωνόμαστε γι’αυτό;»

«Ίσως, όχι αρκετά. Είναι, πραγματικά, ανυπόφορος». Ο τόνος του ήταν πολύ αγενής ώστε να με εκπλήξει. Δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν η τυπική ειλικρίνεια των κατοίκων του χωριού, αυθεντικοί μέσα στις στυγνές κρίσεις τους. Υπήρχε και κάτι άλλο από κάτω, κάτι σαν ζήλια για όποιον μπορούσε να μην δουλεύει, αν δεν ήταν για χόμπι, όπως κι ο κύριος ΜακΛέιν. Ζήλια για εκείνον, παρόλο που ήταν καθηλωμένος σε μία αναπηρική καρέκλα, πιο φυλακισμένος κι από έναν εγκληματία.

«Δεν πρέπει να μιλάς έτσι», τον επέπληξα, χαμηλώνοντας τη φωνή μου. «Κι αν σε ακούσει;»

«Δεν είναι εύκολο να βρεις προσωπικό σε αυτά τα μέρη. Θα ήταν δύσκολο να με αντικαταστήσει». Το είπε σαν δεδομένο, συγκαταβατικά, σαν να του έκανε χάρη. Οι λέξεις ήταν πανομοιότυπες με του ΜακΛέιν και κατάλαβα τη σύμφυτη αλήθεια τους.

«Εδώ δεν υπάρχουν ευκαιρίες διασκέδασης», συνέχισε με πιο ύπουλο τρόπο τώρα. Με άνεση, τουλάχιστον έτσι φαινόταν, μου μετακίνησε μία τούφα μαλλιών από το μέτωπο. Τραβήχτηκα αμέσως, ενοχλημένη από την καυτή του ανάσα στο πρόσωπό μου.

«Ίσως την επόμενη φορά, να σε χαϊδέψω, θα το εκτιμούσα πάρα πολύ», είπε, καθόλου προσβεβλημένος.

Η σιγουριά με την οποία μίλησε ξεσήκωσε την οργή μου από τα βάθη της ψυχής μου. «Δεν θα υπάρξει άλλη φορά», είπα σφυριχτά. «Δεν ψάχνω περισπασμούς, σίγουρα όχι τέτοιου είδους».

«Βέβαια, βέβαια. Για την ώρα».

Έμεινα στωικά σιωπηλή, γιατί ήθελα να τον κλωτσήσω στα γόνατα ή να του δώσω ένα χαστούκι στο δυσάρεστο πρόσωπό του.

Κατευθύνθηκα με μεγάλα βήματα στον διάδρομο, αγνοώντας το υπαινικτικό του χαμόγελο.

Ήμουν έτοιμη να ανοίξω την πόρτα του δωματίου μου, όταν άκουσα τον ΜακΛέιν να φωνάζει και μπορούσα να ακούσω ξεκάθαρα τη φωνή του, που δεν ήταν πια τόσο πνιχτή.

«Έξω από αυτό το σπίτι, Μάκιντος! Κι αν θες να μου κάνεις χάρη, μην ξαναγυρίσεις ποτέ».

Η απάντηση του γιατρού ήταν ήρεμη, σαν να ήταν συνηθισμένος σε αυτά τα ξεσπάσματα.

«Θα επιστρέψω την Τρίτη, την ίδια ώρα, Σεμπάστιαν. Θα χαρώ να σε βρω υγιή σαν ταύρο. Η εμφάνιση και το σώμα σου ανταγωνίζονται αυτά ενός 20χρονου».

«Τι ωραίο νέο, Μάκιντος». Η φωνή του ήταν γεμάτη ειρωνεία. «Βγαίνω τώρα να το γιορτάσω. Μπορεί να πάω και σε χορό».

Ο γιατρός έκλεισε την πόρτα, χωρίς να απαντήσει. Γυρίζοντας με είδε και χαμογέλασε με ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Θα συνηθίσετε τη μεταβαλλόμενη διάθεση του. Είναι αξιαγάπητος, όταν θέλει. Δηλαδή, πολύ σπάνια».

Έσπευσα να υπερασπιστώ το αφεντικό μου, με ειλικρίνεια. «Ο καθένας στη θέση του ...»

Ο Μάκιντος συνέχισε να χαμογελά. «Όχι ο καθένας. Ο καθένας αντιδρά με τον τρόπο του, δεσποινίς. Να το έχετε στο νου σας. Μετά από δεκαπέντε χρόνια θα έπρεπε, τουλάχιστον, να έχει παραιτηθεί. Αλλά φοβάμαι ότι ο Σεμπάστιαν δεν γνωρίζει την έννοια αυτής της λέξης. Είναι τόσο ...», δίστασε για λίγο, »... παθιασμένος. Με την ευρύτερη έννοια του όρου. Και ορμητικός, εκρηκτικός, πεισματάρης. Ήταν φοβερή τραγωδία αυτό που του συνέβη». Κούνησε το κεφάλι του, σαν να τα Θεία Σχέδια να του φαίνονταν ανεξήγητα, στη συνέχεια, με χαιρέτησε γρήγορα και έφυγε.

Σε εκείνο το σημείο δεν ήξερα τι να κάνω. Κοίταξα την πόρτα του δωματίου μου. Εξέπεμπε μια τέτοια γλυκύτητα που με ζάλισε. Φοβόμουν να αντιμετωπίσω τον ΜακΛέιν, μετά την πρόσφατη οργή του. Αν και δεν απευθυνόταν σε μένα. Για άλλη μια φορά, δεν ήμουν εγώ εκείνη που αποφάσισε.

«Δεσποινίς Μπρούνο! Ελάτε αμέσως εδώ!»

Για να ξεπεράσειη φωνή του αυτήν την παχιά δρύινη πόρτα, θα έπρεπε να ουρλιάζει δυνατά. Αυτό ήταν πάρα πολύ για τα νεύρα μου που ήδη είχαν κλονιστεί. Άνοιξα την πόρτα του, με πόδια που κινούνται αυτόματα.

Ήταν η πρώτη φορά που μπήκα στο δωμάτιό του, αλλά η διακόσμηση με άφησε αδιάφορη. Το βλέμμα μου μαγνητίστηκε αμέσως από τη φιγούρα που βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι.

«Πού είναι ο Κάιλ;» μου φώναξε απότομα. «Είναι το πιο νωθρό ον που έχω γνωρίσει ποτέ!»

«Πάω να τον βρω» προσφέρθηκα, χαρούμενη που είχα μια εύλογη δικαιολογία για να φύγω τρέχοντας από εκείνο το δωμάτιο, από εκείνον τον άνθρωπο, από εκείνη την στιγμή.

Με εξέπληξε με την δύναμη του ψυχρού βλέμματός του. «Μετά. Τώρα ελάτε μέσα».

Κατά κάποιον τρόπο αισθάνθηκα τον φόβο να υποχωρεί, πάνω στην ώρα ώστε να μπορέσω να μπω στο δωμάτιο με το κεφάλι ψηλά.

«Μπορώ να σας βοηθήσω;»

«Και τι θα μπορούσατε να κάνετε;» ένα ρίγος ειρωνείας τίναξε τα σαρκώδη χείλη του. «Θα μου δώσετε τα πόδια σας; Θα το κάνατε αυτό, Μελισσάνθη Μπρούνο; Αν ήταν δυνατόν; Πόσο κοστίζουν τα πόδια σας; Ένα εκατομμύριο, δύο εκατομμύρια, τρία εκατομμύρια λίρες;»

«Δεν θα το έκανα ποτέ για τα χρήματα», απάντησα ορμητικά.

Αυτός στηρίχτηκε στους αγκώνες του και με κοίταξε. «Και για την αγάπη; Θα το κάνατε αυτό για την αγάπη, Μελισσάνθη Μπρούνο;»

Είπα στον εαυτό μου ότι με κορόιδευε, ως συνήθως. Ωστόσο, για λίγα λεπτά, είχα την εντύπωση ότι αόρατες ριπές ανέμου με ωθούσαν στην αγκαλιά του. Εκείνη η στιγμή της στιγμιαίας τρέλας πέρασε και εγώ συνήλθα, υπενθυμίζοντάς στον εαυτό μου ότι είχα μπροστά μου έναν ξένο, όχι τον εντυπωσιακό πρίγκιπα με τη αστραφτερή πανοπλία που δεν ήμουν καν σε θέση να τον ονειρευτώ. Και σίγουρα δεν ήταν ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να με ερωτευτεί. Υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα βρισκόμουν ποτέ σε εκείνο το δωμάτιο, για να μοιραστώ την πιο προσωπική στιγμή ενός ατόμου. Εκείνη στην οποία δεν φορά κανένα προσωπείο, όπου είναι απογυμνωμένος από κάθε άμυνα, έχοντας αφαιρέσει όλες τις τυπικότητες που επιβάλλονται από τον έξω κόσμο.

«Δεν έχω αγαπήσει ποτέ, κύριε,» απάντησα προσεκτικά. «Έτσι, δεν ξέρω τι θα έκανα σε αυτή την περίπτωση. Θα θυσίαζα τόσα πολλά για το αγαπημένο μου πρόσωπο; Δεν το ξέρω. Πραγματικά».

Τα μάτια του ποτέ δεν έφυγαν από πάνω μου, σαν να μην ήταν σε θέση να το κάνουν. Ή ίσως να το φαντάστηκα, γιατί ήταν αυτό που ένιωσα εκείνη τη στιγμή.

«Είναι μια καθαρά ακαδημαϊκή ερώτηση, Μελισσάνθη. Νομίζετε ότι αν ήσαστε πραγματικά ερωτευμένη με κάποιον ... Ότι θα του δίνατε τα πόδια ή την ψυχή σας;» η έκφραση του ήταν δυσανάγνωστη.

«Εσείς θα το κάνατε, κύριε;»

Σε αυτό το σημείο, γέλασε. Ένα γέλιο που αντήχησε στο δωμάτιο, απρόσμενο και δροσερό, όπως ο άνεμος της άνοιξης.

«Θα το έκανα, Μελισσάνθη. Ίσως επειδή έχω αγαπήσει και ξέρω την αίσθηση». Με κοίταξε λοξά, σαν να περίμενε κάποια ερώτηση από την πλευρά μου, αλλά δεν το έκανα. Δεν ήξερα τι να πω. Θα μπορούσε να μιλά για κρασιά και αστρονομία, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Δεν ήμουν σε θέση να μακρηγορώ στο θέμα της αγάπης. Διότι, στην πραγματικότητα, δεν είχα ιδέα τι ήταν.

«Πλησιάστε την αναπηρική καρέκλα», είπε τελικά, με έναν τόνο εντολής.

Χαρούμενη που εκτελούσα κάποια ανάθεση, για την οποία ήμουν προετοιμασμένη, υπάκουσα. Τα χέρια του τεντώθηκαν από την προσπάθεια και γλίστρησε με δεξιοτεχνία στο εργαλείο του βασανισμού του. Τόσο πολύ μισούσε αυτό που του ήταν τόσο απαραίτητο και πολύτιμο.

«Καταλαβαίνω πώς νιώθετε», είπα αυθόρμητα, παρακινημένη από τον οίκτο.

Κοίταξε επάνω προς εμένα. Μια φλέβα χτυπούσε στον δεξί του κρόταφο, ξεσηκωμένη από το σχόλιό μου.

«Δεν έχεις ιδέα για το πώς νιώθω», είπε λακωνικά. «Είμαι διαφορετικός. Διαφορετικός, καταλαβαίνεις;»

«Εγώ είμαι εκ γενετής, κύριε. Μπορώ να καταλάβω, πιστέψτε με», υπερασπίστηκα τον εαυτό μου με μια αδύναμη φωνή.

Προσπάθησε να καλύψω τα μάτια μου, αλλά αρνήθηκα.

Χτύπησαν την πόρτα, και με ανακούφιση κατάλαβα την άφιξη του Κάιλ με την κενή έκφραση.

«Με χρειάζεστε, κύριε ΜακΛέιν;»

Ο συγγραφέας έκανε μια χειρονομία θυμωμένος. «Πού ήσουν, τεμπέλη;»

Υπήρχε μια λάμψη εξέγερσης στα μάτια του νοσοκόμου, αλλά δεν είπε τίποτα.

«Περιμένετέ με στο γραφείο, δεσποινίς Μπρούνο», μου είπε ο ΜακΛέιν, με φωνή που εξακολουθούσε να τρέμει από την καταπιεσμένη οργή.

Δεν κοίταξα πίσω μου, καθώς έφευγα.

Κεφάλαιο τέσσερα

Πέρασαν αρκετές μέρες, μέχρι να ξαναβρεθεί η αρχική χημεία, που στη συνέχεια συνέχεια χάθηκε, με τον ιδιοκτήτη του Midnight Rose. Απέφευγα τον Κάιλ σαν την πανούκλα, για να μην ξυπνήσει μέσα του καμία ελπίδα. Τα μάτια του που ήταν γεμάτα απληστία πάντα προσπαθούσαν να πετύχουν τα δικά μου, όταν συναντιόμαστε. Αλλά εγώ τον κρατούσα στην απαραίτητη απόσταση, με την ελπίδα ότι θα ήταν αρκετό για να τον αποτρέψει από το να επιχειρήσει νέες, ανεπιθύμητες προσεγγίσεις.

Από την άλλη πλευρά, άρχισα να εκτιμώ την παρέα της κυρίας ΜακΜίλιαν. Ήταν μια πνευματώδης γυναίκα, όχι πολύ εθισμένη στα κουτσομπολιά, όπως την είχα παρεξηγήσει στις πρώτες επαφές. Ήταν βαθιά πιστή προς τον ΜακΛέιν και αυτή η ιδιότητα μας έφερε πολύ κοντά. Έκανα τη δουλειά μου με παθιασμένη επιμέλεια, ευτυχισμένη που μπορούσα να πάρω, τουλάχιστον εν μέρει, το βάρος από τους ώμους του στους δικούς μου. Μου έλειπαν οι διαφωνίες μας, και η καρδιά μου πήγε να εκραγεί όταν άρχισαν και πάλι.

Απροσδόκητα, όπως είχαν ξεκινήσει.

«Ανάθεμα!»

Σήκωσα το κεφάλι μου επάνω, σκυμμένη όπως ήμουν πάνω σε κάποια έγγραφα που τακτοποιούσα. Τα μάτια του ήταν κλειστά, με ένα βλέμμα στο πρόσωπό του τόσο ευάλωτο, σαν μικρό αγοράκι που είχε στεναχωρηθεί.

«Όλα εντάξει;»

Το βλέμμα του ήταν πολύ ψυχρό και σχεδόν με λύπησε το γεγονός ότι είχε ανοίξει τα μάτια του.

«Ο καταραμένος ο εκδότης μου», είπε, κουνώντας ένα φύλλο χαρτί. Ήταν ένα γράμμα που είχε έρθει με το πρωινό ταχυδρομείο και που δεν το είχα παρατηρήσει. Εγώ μοίραζα την αλληλογραφία και μετάνιωσα που δεν του το είχα δώσει νωρίτερα. Ίσως να ήταν θυμωμένος μαζί μου για το γεγονός ότι αμέλησα ένα σημαντικό γράμμα. Ωστόσο, τα λόγια του στη συνέχεια αποκάλυψαν το μυστήριο.

«Εύχομαι αυτή η επιστολή να είχε χάσει το δρόμο της», είπε με αηδία.

«Θέλει να του στείλω το υπόλοιπο του χειρογράφου».

Η σιωπή μου φάνηκε να τροφοδοτήσει την οργή του. «Και δεν έχω άλλα κεφάλαια για να του στείλω».

«Είναι μέρες που σας βλέπω να γράφετε», αποτολμήσα μπερδεμένη.

«Είναι μέρες που γράφω χάλια, πράγματα άξια μόνο για να καταλήξουν εκεί που καταλήγουν» τόνισε, δείχνοντας το τζάκι.

Είχα παρατηρήσει ότι είχε ανάψει τη φωτιά την προηγούμενη ημέρα και με εξέπληξε, λαμβάνοντας υπόψη τις καλοκαιρινές θερμοκρασίες, αλλά δεν είχα ζητήσει εξήγηση.

«Προσπαθήστε να καταλάβετε τον εκδότη σας. Θέλετε να του τηλεφωνήσετε;» πρότεινα γρήγορα. «Είμαι σίγουρη ότι θα καταλάβει...»

Με διέκοψε, κουνώντας έντονα το χέρι, του σαν να έδιωχνε μια ενοχλητική μύγα. «Καταλαβαίνετε τίποτα; Τι είναι δημιουργική κρίση; Ότι βιώνω το λεγόμενο ‘κλασικό μπλοκάρισμα του συγγραφέα’;» Το σκωπτικό χαμόγελο του έκανε την καρδιά μου να χτυπά μου, σαν να την χάιδευε.