banner banner banner
Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο
Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο
Оценить:
Рейтинг: 0

Полная версия:

Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο

скачать книгу бесплатно


Έμεινα από πίσω της, με πόδια που έτρεμαν, ενώ εκείνη προηγήθηκε στο εσωτερικό του δωματίου.

«Κύριε ΜακΛέιν…είναι η δεσποινίς Μπρούνο».

«Καιρός ήταν. Έχει αργήσει». Η φωνή ακούστηκε τραχιά κι αγενής.

Η οικονόμος χαμογέλασε ψυχρά, συνηθισμένη στη δυσαρέσκεια του ιδιοκτήτη του σπιτιού.

«Μόνο κατά ένα λεπτό, κύριε. Μην ξεχνάτε ότι είναι καινούργια στο σπίτι. Εγώ την καθυστέρησα γιατί…»

«Να της πεις να περάσει, Μίλισεντ». Η διακοπή ήταν απότομη σαν μαστίγιο και πήγα στη θέση της γυναίκας που, ατάραχη, γύρισε και με κοίταξε σταθερά.

«Ο κύριος ΜακΛέιν σας περιμένει, δεσποινίς Μπρούνο. Παρακαλώ, περάστε».

Η γυναίκα παραμέρισε, κάνοντάς μου νόημα να μπω. Της έριξα μία τελευταία προβληματισμένη ματιά. Εκείνη για να με ενθαρρύνει, μου ψιθύρισε: «Καλή επιτυχία».

Ορίστε, κατάφερα το αντίθετο. Το κεφάλι μου είχε κρεμάσει σαν μία υγρή μάζα, χωρίς λογική ή επίγνωση του χώρου και του χρόνου. Επιχείρησα ένα ντροπαλό βήμα στο εσωτερικό του δωματίου. Προτού δω κάποιον, άκουσα τη φωνή από πριν, που έδιωχνε κάποιον.

«Μπορείς να πηγαίνεις, Κάιλ. Τα λέμε αύριο. Να είσαι στην ώρα σου, σε παρακαλώ. Δεν θα ανεχτώ άλλες καθυστερήσεις».

Ένας άντρας ήταν όρθιος, λίγα βήματα απόσταση από εμένα, ψηλός και σωματώδης. Με κοίταξε επίμονα και με χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού, ενώ στα μάτια του υπήρξε ένας αστραπιαίος και σιωπηλός θαυμασμός, ενώ περνούσε δίπλα μου».

«Καλησπέρα».

«Καλησπέρα», ανταπάντησα, κοιτώντας τον πιο επίμονα από το επιτρεπτό, για να αναβάλλω τη στιγμή που θα με γελοιοποιούσε, δεν είχα λάβει υπόψη τις απόψεις της κυρίας ΜακΜίλιαν και τις φρούδες ελπίδες μου.

Η πόρτα έκλεισε πίσω μου και θυμήθηκα τους καλούς μου τρόπους.

«Καλησπέρα, κύριε ΜακΛέιν. Ονομάζομαι Μελισσάνθη Μπρούνο, έρχομαι από το Λονδίνο και…»

«Δεν χρειάζομαι τη λίστα των προσόντων σας, δεσποινίς Μπρούνο. Τα οποία είναι και λίγα, εκτός των άλλων». Η φωνή, τώρα, ήταν ενοχλημένη.

Τα μάτια μου σηκώθηκαν ψηλά, έτοιμα να συναντήσουν τον συνομιλητή μου. Και, όταν το έκαναν, δόξασα τον Θεό που το πρώτο που έκανα ήταν να τον χαιρετήσω. Γιατί, τώρα, δυσκολευόμουν να θυμηθώ και το όνομά μου ακόμη.

Ήταν καθισμένος πίσω από το γραφείο, στην αναπηρική καρέκλα, με το ένα χέρι στην άκρη της για να απολαύσει το ξύλο και στο άλλο έπαιζε με ένα στυλό, τα μάτια του ήταν σκούρα, καρφωμένα στα δικά μου, χωρίς να μπορώ να τα καταλάβω. Για άλλη μία φορά, και τελευταία, μετάνιωνα που δεν μπορούσα να διακρίνω τα χρώματα. Θα έδινα χρόνο από τη ζωή μου, για να διακρίνω το χρώμα των ματιών και των μαλλιών του. Αλλά δεν θα μου δινόταν αυτή η χαρά. Στη λάμψη του φωτός σκέφτηκα ότι ήταν ωραίος έτσι: πρόσωπο με μία αφύσικη ωχρότητα, μαύρα μάτια που τα σκίαζαν οι μακριές βλεφαρίδες, μαύρα μαλλιά, κυματιστά και πυκνά.

«Μήπως είστε μουγκή; Ή κωφή;»

Ξαναπάτησα στη Γη, πέφτοντας από ιλιγγιώδες ύψος. Μου φαινόταν σαν να άκουσα το χτύπημα των μελών μου στο έδαφος. Ένας κρότος βροντερός και δυσοίωνος, ακολουθούμενος από έναν τρομακτικό και συντριπτικό τριγμό.

«Με συγχωρείτε, αφαιρέθηκα», μουρμούρισα, κοκκινίζοντας στο λεπτό.

Εκείνος με περιεργάστηκε με μία προσοχή που μου φαινόταν υπερβολική. Φαινόταν σαν να απομνημόνευε κάθε γραμμή του προσώπου μου, σταματώντας στον λαιμό μου. Κοκκίνισα, ακόμη περισσότερο. Για πρώτη φορά, ήθελα διακαώς να μοιραζόμουν το εκ γενετής ελάττωμά μου με κάποιον άλλον άνθρωπο. Θα ήταν λιγότερο ντροπιαστικό, να σκέφτομαι ότι ο κύριος ΜακΛέιν με την αριστοκρατική και θριαμβευτική του ομορφιά, δεν θα μπορούσε να παρατηρήσει το κοκκίνισμα που γέμιζε ορμητικά κάθε εκατοστό ακάλυπτου δέρματος.

Ταλαντευόμουν πάνω στα πόδια μου, καθώς ντρεπόμουν με αυτή την αναίσχυντα εμφανή οπτική εξέταση. Εκείνος συνέχισε την εξέτασή του, περνώντας στα μαλλιά μου.

«Θα πρέπει να βάψετε τα μαλλιά σας. Αλλιώς θα καταλήξουν να τα περνάνε για φωτιά. Δεν θα ήθελα να καταλήξουν κάτω από την επιδρομή εκατοντάδων πυροσβεστήρων». Η απαθής έκφραση ζωντάνεψε λίγο και μία υποψία διασκέδασης έλαμψε στα μάτια του.

«Δεν διάλεξα εγώ αυτό το χρώμα», είπα, μαζεύοντας όση αξιοπρέπεια μπορούσα. «Αλλά, ο Θεός».

Σήκωσε το ένα φρύδι του. «Είστε θρησκευόμενη, δεσποινίς Μπρούνο;»

«Εσείς, κύριε;»

Ακούμπησε το στυλό πάνω στο γραφείο, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω μου. «Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι υπάρχει Θεός».

«Ούτε ότι δεν υπάρχει», απάντησα με τόλμη, θαυμάζοντάς με, για τον στόμφο με τον οποίο μίλησα.

Τα χείλη του σχημάτισαν την καμπύλη ενός ειρωνικού χαμόγελου, μετά μου έδειξε μία πολυθρόνα με κάλυμμα. «Καθίστε». Μου φάνηκε σαν εντολή, παρά σαν πρόσκληση. Παρόλα αυτά υπάκουσα, αμέσως.

«Δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου, δεσποινίς Μπρούνο. Είστε θρησκευόμενη;»

«Είμαι πιστή, κύριε ΜακΛέιν», επιβεβαίωσα χαμηλόφωνα. «Ωστόσο, δεν πηγαίνω πολύ συχνά στην εκκλησία. Καθόλου για την ακρίβεια».

«Η Σκωτία είναι από τις λίγες αγγλοσαξονικές χώρες που εξασκούν τον καθολικισμό με ασύγκριτο ζήλο και αφοσίωση». Η ειρωνεία του ήταν σαφής. «Εγώ είμαι η εξαίρεση στον κανόνα… Όπως λέει κι έκφραση. Θα έλεγα ότι πιστεύω μόνο σε μένα και σε ό,τι μπορώ να αγγίξω».

Ακούμπησε ήρεμα στην πλάτη της αναπηρικής πολυθρόνας, ενώ χτυπούσε ρυθμικά τα ακροδάχτυλά του στα μπράτσα της. Ωστόσο, δεν σκέφτηκα ούτε για ένα δέκατο του δευτερολέπτου ότι ήταν ευάλωτος ή εύθραυστος. Είχε την έκφραση κάποιου που είχε γλιτώσει από τις φλόγες και που δεν θα φοβόταν να ξαναπέσει σε αυτές, αν το θεωρούσε απαραίτητο. Ή, απλώς, αν το ήθελε. Πήρα με δυσκολία τα μάτια μου από το πρόσωπό του. Ήταν λαμπερό, σχεδόν σαν πέρλα, ένα λαμπερό και φωτεινό λευκό, διαφορετικό από τα συνήθη πρόσωπα που είχα γύρω μου. Ήταν κουραστικό να τον κοιτώ και να ακούω τη φωνή του που με υπνώτιζε. Ένα γοητευτικό ερπετό, κάθε γυναίκα θα ήταν πρόθυμη να υποστεί το ξόρκι, τα μυστικά μαγικά λόγια που έρχονταν από εκείνον, από εκείνο το τέλειο πρόσωπο, από το ειρωνικό του βλέμμα.

«Ώστε εσείς είστε η νέα μου γραμματέας, δεσποινίς Μπρούνο».

«Αν επιθυμείτε να επιβεβαιώσετε την πρόσληψή μου, κύριε ΜακΛέιν», διευκρίνισα, σηκώνοντας το βλέμμα.

Εκείνος χαμογέλασε, διχασμένος. «Για ποιον λόγο δεν θα έπρεπε να σας προσλάβω; Επειδή δεν πάτε κάθε Κυριακή στην εκκλησία; Με κρίνατε πολύ επιφανειακά, αν πιστεύετε ότι είμαι σε θέση να σας διώξω ή να σας κρατήσω, βασισμένος σε δύο κουβέντες που είπαμε».

«Ούτε κι εγώ σας γνωρίζω αρκετά, για να σχηματίσω μία τόσο λίγο κολακευτική άποψη για εσάς», συμφώνησα χαμογελώντας. «Καταλαβαίνω, ωστόσο, ότι μία επωφελής σχέση εργασίας γεννάται κι από μία άμεση συμπάθεια, από μία πρώτη καλή εντύπωση».

Το γέλιο του ήταν τόσο απρόσμενο, που αναπήδησα. Όσο ξαφνικά ξεκίνησε, έτσι σταμάτησε. Με κοίταξε ψυχρά κι επίμονα.

«Πιστεύετε, πραγματικά, ότι είναι εύκολο να βρεθούν υπάλληλοι που είναι πρόθυμες να μεταφερθούν σε αυτό το ξεχασμένο από τον Θεό κι από τον κόσμο χωριό, μακριά από καθετί που έχει να κάνει με διασκέδαση, από κάθε εμπορικό κέντρο ή ντισκοτέκ; Είστε η μοναδική που απάντησε στην αγγελία, δεσποινίς Μπρούνο».

Η διασκέδαση παραμόνευε, πίσω από τον πάγο των ματιών του. Μία πλάκα από μαύρο πάγο, που έσπαγε από μία ευθυμία, που μου ζέσταινε ξανά την ψυχή.

«Τότε, δεν θα πρέπει να προβληματίζομαι για τον ανταγωνισμό», είπα, σταυρώνοντας νευρικά τα χέρια χαμηλά μπροστά μου.

Εκείνος, ακόμη, με μελετούσε με την ίδια ενοχλητική περιέργεια που θα κοιτούσε ένα σπάνιο ζώο.

Κατάπια το σάλιο μου, επιδεικνύοντας μία εικονική και επικίνδυνα αβέβαιη αδιαφορία. Για μία στιγμή, ώρα που βρήκε να έρθει κι αυτή η σκέψη, είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να φύγω από εκείνο το σπίτι, εκείνο το γεμάτο βιβλία δωμάτιο, από εκείνον τον περίεργο και πανέμορφο άντρα. Αισθανόμουν σαν ανυπεράσπιστο γατάκι, λίγα εκατοστά από το στόμα ενός λιονταριού. Σκληρό αρπακτικό, αδύναμο θήραμα. Μετά, η αίσθηση αυτή εξαφανίστηκε και βγήκα από το σοκ. Απέναντί μου, ήταν ένας άντρας με έντονη προσωπικότητα, αλαζόνας και υπεροπτικός, αλλά καθηλωμένος εδώ και καιρό, πάνω σε μία αναπηρική καρέκλα. Εγώ με τη σειρά μου ήμουν το θήραμα, μία ντροπαλή κοπέλα, φοβισμένη, που δεν της άρεσαν οι αλλαγές. Γιατί να μην τον αφήσω να το κάνει; Αν τον διασκέδαζε να με κοροϊδεύει, γιατί να του σταματήσω τη μοναδική ευκαιρία διασκέδασης, ψυχαγωγίας που είχε; Ήταν πολύ ευγενικό από μέρους μου, από μία άποψη.

«Τι πιστεύετε για μένα, δεσποινίς Μπρούνο;»

Για μία ακόμη φορά, τον ανάγκασα να επαναλάβει την ερώτηση και για μία ακόμη φορά τον έπιασα προ εκπλήξεως.

«Δεν περίμενα ότι ήσαστε τόσο νέος».

Κοκκίνισα αμέσως και σιώπησα, ντροπιασμένη που τον χτύπησα έτσι. Εκείνος συνήλθε και πάγωσε, με άλλο ένα χαμόγελο, τον χτύπο της καρδιάς μου. «Αλήθεια;»

Μετακινήθηκα πάνω στην καρέκλα μου, αναποφάσιστη για το πώς να συνεχίσω. Μετά, αποφάσισα- προσπαθώντας να ανακτήσω όλο μου το θάρρος και έχοντας παρασυρθεί από το βλέμμα του που είχε κολλήσει πάνω μου σε έναν βουβό χορό που ,όμως, δεν αφαιρούσε το αισθησιασμό του - να συνεχίσω να μιλάω.

«Γράψατε το πρώτο σας βιβλίο στα 21, 15 χρόνια πίσω, από ό,τι γνωρίζω. Ωστόσο, φαίνεστε λίγο μεγαλύτερος από μένα», σκέφτηκα, κάπως αφηρημένα.

«Πόσων χρόνων είστε, δεσποινίς Μπρούνο;»

«22, κύριε», απάντησα, τυλιγμένη πάλι στο βάθος των ματιών του.

«Είμαι πολύ γέρος για εσάς, δεσποινίς Μπρούνο», είπε με ένα μικρό γέλιο. Μετά, χαμήλωσε το βλέμμα και η ψυχρή χειμωνιάτικη νύχτα τον ξανατύλιξε στα πλοκάμια της, πιο σκληρή κι από ένα ερπετό. Κάθε ίχνος ζεστασιάς χάθηκε. «Οπότε, μπορείτε να μείνετε ήσυχη. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για σεξουαλική παρενόχληση, ενώ κοιμάστε στο κρεβάτι σας. Όπως βλέπετε, είμαι καταδικασμένος στην ακινησία».

Σιώπησα, γιατί δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ο τόνος του ήταν πικρός και άδειος από ελπίδα, με το πρόσωπό του πετρωμένο.

Τα μάτια του περιεργάστηκαν τα δικά μου, αναζητώντας κάτι που φαινόταν να μη βρίσκει. Χαμογέλασε ελαφριά. «Τουλάχιστον, εσείς δεν με λυπάστε. Αυτό με ευχαριστεί. Δεν το χρειάζομαι, δεν το έχω ανάγκη. Είμαι πιο ευτυχής από πολλούς άλλους, δεσποινίς Μπρούνο, γιατί είμαι ελεύθερος, πλήρως, με τον πιο απόλυτο τρόπο». Συνοφρυώθηκε. «Τι κάνετε ακόμη εδώ; Μπορείτε να πηγαίνετε».

Η ξερή άδεια αποχώρησης με εξέπληξε. Σηκώθηκα αβέβαιη κι εκείνος επωφελήθηκε, για να μου ρίξει τη χολή του.

«Ακόμη εδώ; Τι θέλετε; Τον μισθό σας από τώρα; Ή θέλετε να μιλήσουμε για το ρεπό σας» με κατηγορούσε θυμωμένος.

«Όχι, κύριε ΜακΛέιν». Κατευθύνθηκα αδέξια προς την πόρτα. Είχα ήδη το χέρι στο πόμολο, όταν με σταμάτησε.

«Αύριο το πρωί στις εννέα, δεσποινίς Μπρούνο. Γράφω έναν καινούργιο βιβλίο, ο τίτλος του είναι “Άταφοι νεκροί”. Το βρίσκετε φρικτό;» Το χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο πλατύ.

Η απότομη αλλαγή διάθεσης θα πρέπει να ήταν ένα βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Πιέστηκα να το θυμάμαι στο μέλλον, αλλιώς θα ρίσκαρα να παθαίνω κρίση υστερίας, τουλάχιστον είκοσι φορές την ημέρα. «Φαίνεται ενδιαφέρον, κύριε», απάντησα με προσοχή.

Έγειρε πίσω το κεφάλι του και ξέσπασε σε ένα χοντροειδές γέλιο. «Ενδιαφέρον! Στοιχηματίζω ότι δεν έχετε διαβάσει ποτέ κάποιο από τα βιβλία μου, δεσποινίς Μπρούνο. Μου φαίνεται ότι δεν έχετε αρκετά γερό στομάχι, θα κοιμόσαστε όλη νύχτα, τρομοκρατημένη από τους εφιάλτες…» Γέλασε ξανά, αλλάζοντας από τον πληθυντικό στον ενικό, με την ίδια ταχύτητα που άλλαζε και η διάθεσή του.

«Δεν είμαι τόσο ευαίσθητη όσο φαίνομαι, κύριε», απάντησα απολογητικά, προκαλώντας άλλο ένα κύμα γέλιου.

Με τα χέρια έκανε ελιγμούς με την αναπηρική καρέκλα, με μία αξιοθαύμαστη ικανότητα αιλουροειδούς, η οποία προερχόταν από τα χρόνια συνήθειας, και ήρθε δίπλα μου με απίστευτη ταχύτητα. Τόσο κοντά που καθιστούσε αδύνατη κάθε μου προσπάθεια να σκεφτώ λογικά. Ενστικτωδώς, έκανα ένα βήμα πίσω. Εκείνος προσποιήθηκε ότι δεν πρόσεξε πως μετακινήθηκα και έδειξε τη βιβλιοθήκη στα δεξιά μου.

«Πάρτε το τέταρτο βιβλίο από τα αριστερά, στο τέταρτο ράφι».

Υπάκουα, έπιασα το βιβλίο που μου υπέδειξε. Ο τίτλος μου ήταν γνωστός, γιατί είχα κάνει μία έρευνα για εκείνον στο διαδίκτυο πριν φύγω, ωστόσο όντως δεν είχα διαβάσει ποτέ κάτι δικό του. Οι ιστορίες τρόμου δεν ήταν το είδος μου, ταίριαζε σε πιο δυνατά στομάχια και όχι τόσο στο δικό μου, που ήταν ευαίσθητο, αφού ήμουν ρομαντική.

«Ζόμπι Που Περπατούν», διάβασα με δυνατή φωνή.

«Είναι το πιο κατάλληλο, για να ξεκινήσετε. Είναι το λιγότερο…πώς να το πω; Το λιγότερο τρομακτικό;» Γέλασε με την καρδιά του, προφανώς για μένα και για τη δυσφορία που, σίγουρα, κρυβόταν με δυσκολία, αφού αναδυόταν από κάθε πόρο του κορμιού μου.

«Γιατί δεν το ξεκινάτε απόψε; Είναι ό,τι πρέπει για να προετοιμαστείτε για την καινούργια σας δουλειά», πρότεινε εκείνος, με μάτια που χαμογελούσαν.

«Εντάξει, θα το κάνω», απάντησα χωρίς ενθουσιασμό.

«Αύριο το πρωί, δεσποινίς Μπρούνο», συγκατένευσε εκείνος, με αέρα που βάρυνε και πάλι. «Να κλειστείτε στο δωμάτιο, δεν θα ήθελα τα πνεύματα του σπιτιού να σας εμφανιστούν, απόψε, ούτε και οποιοδήποτε άλλο τρομακτικό πλάσμα της νύχτας. Ξέρετε πώς πάει…», έκανε μία παύση, ένα βλέμμα ευθυμίας στο κενό των ματιών του.

«Όπως σας είπα και πριν, είναι δύσκολο να βρεις υπαλλήλους σε αυτά τα μέρη».

Χαμογέλασα, ελάχιστα πειστικά, εν τέλει.

«Καληνύχτα, κύριε ΜακΛέιν». Προτού κλείσω την πόρτα, η εξυπνάδα βγήκε από τα χείλη μου, χωρίς να μπορέσω να τη συγκρατήσω. «Δεν πιστεύω στα πνεύματα ούτε στα νυκτόβια πλάσματα».

«Είστε σίγουρη;»

«Δεν υπάρχουν αποδείξεις για την ύπαρξή τους, κύριε», απάντησα, δίνοντάς του, άθελά μου, την ανταπάντηση.

«Ούτε και για το αντίθετο», απάντησε εκείνος. Κύλησε την αναπηρική καρέκλα και επέστρεψε πίσω από το γραφείο του.

Έκλεισα απαλά την πόρτα, με την ψυχή στο πάτωμα. Ίσως, εκείνος είχε δίκιο και τα ζόμπι να υπήρχαν. Γιατί εκείνη τη στιγμή αισθανόμουν σαν ένα από αυτά. Αισθανόμουν ναυτία, το μυαλό μου είχε σταματήσει, κρεμασμένη στην αβεβαιότητα, όπου δεν ήξερα να διακρίνω την αλήθεια από το ψέμα. Χειρότερο κι από το να μην διακρίνεις τα χρώματα.

Δείπνησα απρόθυμα παρέα με την κυρία ΜακΜίλιαν, με το μυαλό μου αλλού, σε μία άλλη καλύτερη παρέα. Σκεφτόμουν ότι θα το ανακτούσα το επόμενο πρωί, επιστρέφοντας σε εκείνον, εκεί που το άφησα. Κάτι μου έλεγε ότι η καλόπιστη καρδιά μου δεν το είχε εμπιστευθεί σε καλά χέρια.

Από την αποψινή συζήτηση με την οικονόμο, θυμάμαι πολύ λίγα. Μιλούσε μόνη της, ασταμάτητα. Φαινόταν να είναι στον έβδομο ουρανό, που επιτέλους είχε κάποιον να μιλήσει. Ή ακόμα περισσότερο, που είχε κάποιον να την ακούει. Εγώ ήμουν τέλεια σε αυτό. Είχα πολλή ευγένεια για να την διακόψω, πολύ σεβασμό για να φανερώσω την έλλειψη ενδιαφέροντος, πολύ απασχολημένη για να σκεφτώ κάτι άλλο, για να την ενημερώσω ότι είχα ανάγκη να μείνω μόνη. Τόσο πολύ τον σκεφτόμουν.

Στο δωμάτιό μου, μία ώρα αργότερα, καθισμένη βολικά στο κρεβάτι, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα μαξιλάρια, άνοιξα το βιβλίο και βυθίστηκα στην ανάγνωση. Στη δεύτερη σελίδα ήμουν ήδη τρομοκρατημένη, με αξιοθρήνητο τρόπο, αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν απλώς ένα βιβλίο.

Παρά το καλό γούστο το οποίο διέθετε θεωρητικά, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε γίνει ασφυκτική και η επιθυμία για μία ανάσα αέρα έγινε επείγουσα.

Με γυμνά τα πόδια, διέσχισα το δωμάτιο μέσα στο σκοτάδι και άνοιξα διάπλατα το παράθυρο. Κάθισα στο περβάζι και βυθίστηκα στη ζεστή νύχτα της αρχής του καλοκαιριού, με την ησυχία να σπα μόνο από τον ήχο του γρύλου κι από την απάντηση μίας κουκουβάγιας. Ήταν ωραία να είμαι εδώ, έτη φωτός μακριά από την φρενίτιδα του Λονδίνου, από τους πιεστικούς του ρυθμούς, πάντα στα πρόθυρα της υστερίας. Η νύχτα ήταν ένα μαύρο πάπλωμα, εκτός από το λευκό φως μερικών αστεριών εδώ κι εκεί. Μου άρεσε η νύχτα και σκέφτηκα νωθρά ότι απολάμβανα να είμαι ένα πλάσμα της νύχτας. Το σκοτάδι ήταν ο σύμμαχός μου. Χωρίς φως, όλα είναι μαύρα κι η εκ γενετής ανικανότητά μου να διακρίνω τα χρώματα μίκραινε, έχανε τη σπουδαιότητά της. Το βράδυ τα μάτια μου ήταν πανομοιότυπα με τα μάτια κάποιου άλλου ανθρώπου. Γι’ αυτό, τότε, δεν αισθανόμουν διαφορετική. Μία σίγουρη, στιγμιαία ανακούφιση, μα αναζωογονητική, όπως το νερό πάνω στο ζεσταμένο κορμί.

Το επόμενο πρωί, ξύπνησα με τον ήχο του ξυπνητηριού κι έμεινα για λίγο στο κρεβάτι, ακίνητη. Μετά από μία αρχική έκπληξη, θυμήθηκα τι είχε συμβεί την προηγούμενη ημέρα και αναγνώρισα το δωμάτιο.

Όταν ντύθηκα, κατέβηκα τις σκάλες, πολύ φοβισμένη από την βαθιά ησυχία γύρω μού. Η θέα της Μίλισεντ ΜακΜίλιαν, χαρούμενη και φλύαρη όπως πάντα, διέλυσε τα σύννεφα και ξανάφερε την ηρεμία στο ταραγμένο μου μυαλό.

«Κοιμηθήκατε καλά, δεσποινίς Μπρούνο;» αναφώνησε.

«Καλύτερα από ποτέ», απάντησα εκπλήσσοντας και τον εαυτό μου από αυτό το νέο. Είχαν περάσει χρόνια που δεν αφηνόμουν τόσο ήσυχα στον ύπνο, με τις αρνητικές σκέψεις να με περιτριγυρίζουν, για τουλάχιστον για μία ώρα.

«Θέλετε καφέ ή τσάι;»

«Τσάι, παρακαλώ», την παρακάλεσα, ενώ καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας.

«Παρακαλώ, περάστε στο σαλόνι. Θα σας σερβίρω εκεί».

«Προτιμώ να πάρω πρωινό μαζί σας», είπα πνίγοντας ένα χασμουρητό.

Η γυναίκα φάνηκε δυσαρεστημένη και άρχισε να περιφέρεται στην κουζίνα. Ανέκτησε το φλύαρο στυλ της κι εγώ ήμουν ελεύθερη να σκεφτώ τη Μονίκ. Τι να έκανε εκείνη την ώρα; Θα είχε ετοιμάσει ήδη το πρωινό; Η σκέψη της αδελφής μου επανέφερε το βάρος στις λεπτές μου πλάτες και δέχτηκα με χαρά την άφιξη του φλιτζανιού με το τσάι.

«Ευχαριστώ, κυρία ΜακΜίλιαν». Ρούφηξα με ευχαρίστηση το ζεστό υγρό με το ευχάριστο άρωμα, ενώ η οικονόμος σέρβιρε φρυγανισμένο ψωμί και μία σειρά από μπολ γεμάτα με ελκυστικές μαρμελάδες.

«Πάρτε τη μαρμελάδα από σμέουρα. Είναι ονειρεμένη».

Άπλωσα το χέρι μου προς τον δίσκο, νιώθοντας ένα τσίμπημα στην καρδιά. Η διαφορετικότητά μου επέστρεψε, για να με καλύψει με λάσπη, σκούρα και δύσοσμη. Γιατί σε μένα; Κι υπήρχαν άλλοι στον κόσμο σαν εμένα; Ή ήμουν μία μεμονωμένη ανωμαλία, ένα τερατώδες αστείο της φύσης;

Πήρα τυχαία ένα μπολ, ελπίζοντας η ηλικιωμένη γυναίκα να ήταν τόσο συγκεντρωμένη στο να μιλά, για να αντιληφθεί κάποιο λάθος μου. Οι μαρμελάδες ήταν πέντε, έτσι είχα μία στις πέντε πιθανότητες, δύο στις δέκα και είκοσι στις εκατό, να διαλέξω τη σωστή με την πρώτη προσπάθεια.

Εκείνη βιάστηκε να με διορθώσει, λιγότερο απορροφημένη από ό,τι νόμιζα. «Όχι, δεσποινίς. Αυτή είναι πορτοκάλι». Χαμογέλασε μην έχοντας αντιληφθεί καθόλου την αναστάτωση που μου δημιουργούσε μέσα μου και το μέτωπό μου που είχε γεμίσει ιδρώτα. Μου πέρασε ένα μπολάκι. «Ορίστε, είναι εύκολο να τη μπερδέψεις με τη φράουλα».

Δεν κατάλαβε το πιεσμένο μου χαμόγελο και συνέχισε την αφήγηση των ερωτικών της περιπετειών με έναν νέο από τη Φλωρεντία, που τέλειωσε με εκείνον να την παρατά για κάποια Νοτιαμερικανή.

Έφαγα απρόθυμα, ακόμα με την ένταση από το προηγούμενο περιστατικό κι έχοντας ήδη μετανιώσει που δεν δέχτηκα την προσφορά να φάω μόνη μου. Αν το είχα κάνει δεν θα υπήρχαν τέτοια προβλήματα. «Να αποφεύγεις τις καταστάσεις όπου υπάρχει επικριτικότητα»: αυτό ήταν το μότο μου. Από πάντα. Δεν έπρεπε να αφήσω την εξαιρετική ατμόσφαιρα εκείνου του σπιτιού να με οδηγήσει σε απερίσκεπτες πράξεις, ξεχνώντας την απαραίτητη προσοχή. Η κυρία ΜακΜίλιαν φαινόταν μία ικανή γυναίκα, έξυπνη και καλοκάγαθη, ωστόσο ήταν πάρα πολύ κουτσομπόλα. Δεν μπορούσα να βασιστώ στη διακριτικότητά της.

Έκανε μία μικρή παύση, για να πιει το τσάι της, την οποία εκμεταλλεύτηκα για να της κάνω μία ερώτηση: «Δουλεύετε πολλά χρόνια για τον κύριο ΜακΛέιν;»

Εκείνη έλαμψε, ευτυχισμένη που θα μπορούσε να ξεκινήσει την αφήγηση νέων ιστοριών. «Είμαι εδώ 15 χρόνια. Έφτασα, λίγους μήνες μετά από το ατύχημα του κυρίου ΜακΛέιν. Εκείνο όπου…Καταλάβατε. Οι προηγούμενοι υπηρέτες είχαν απολυθεί. Φαίνεται ότι ο κύριος ΜακΛέιν ήταν ένας πολύ πρόσχαρος άντρας, γεμάτος όρεξη για ζωή, πάντα ευχάριστος. Τώρα, δυστυχώς, τα πράγματα άλλαξαν».