banner banner banner
Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο
Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο
Оценить:
Рейтинг: 0

Полная версия:

Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο

скачать книгу бесплатно


«Τότε, πότε μπορώ να βγω;» ρώτησα, υψώνοντας τη φωνή μου. «Το βράδυ ίσως; Είμαι ελεύθερη από την δύση ως την ανατολή του ηλίου ... Αντί να κοιμηθώ, θα μπορούσα να πάω για έναν περίπατο; Σε αντίθεση με τον Κάιλ, εγώ μένω εδώ, εγώ δεν επιστρέφω στο σπίτι μου το βράδυ».

«Μην τολμήσεις να βγεις έξω το βράδυ. Είναι επικίνδυνο».

Τα υπαινικτικά του λόγια αποτυπώθηκαν στη συνείδηση μου, προκαλώντας ένα αμυδρό τρεμόπαιγμα οργής. «Είμαστε σε αδιέξοδο», είπα, με φωνή ψυχρή όπως η δική του. «Θέλω να επισκεφτώ το χωριό, όμως, δεν μου δίνετε ρεπό για να το κάνω. Από την άλλη πλευρά, όμως, με συμβουλεύετε απειλητικά να μην βγω έξω το βράδυ, χαρακτηρίζοντάς το επικίνδυνο. Τι πρέπει να κάνω;»

«Είσαι ακόμα πιο όμορφη όταν είσαι θυμωμένη, Μελισσάνθη Μπρούνο», παρατήρησε ανάρμοστα. «Ο θυμός δίνει στα μάγουλά σου μία υπέροχη ροζ απόχρωση».

Χάρηκα για μία στιγμή απολαμβάνοντας την φιλοφρόνηση, αλλά μετά η οργή επανήλθε. «Λοιπόν; Θα έχω ρεπό;»

Μου χάρισε ένα στραβό χαμόγελο και η οργή μου υποχώρησε. Αντικαταστάθηκε από έναν ενθουσιασμό διαφορετικό και αδιανόητο.

«Εντάξει, πήγαινε την Κυριακή», συμφώνησε τελικά.

«Την Κυριακή;» Είχε υποκύψει τόσο γρήγορα για να με ζαλίζει. Ήταν τόσο γρήγορος στις αποφάσεις του, που αμφιβάλλω ότι ήμουν σε θέση να τον ακολουθήσω. «Αλλά είναι επίσης το ρεπό της κυρίας ΜακΜίλιαν ... Είστε σίγουρος...;»

«Η Μίλισεντ έχει ελεύθερο μόνο το πρωί. Μπορείς να έχεις το απόγευμα».

Έγνεψα, ελάχιστα πεπεισμένη. Για την ώρα έπρεπε να είμαι ευχαριστημένη. «Εντάξει».

Έδειξε τον δίσκο. «Θέλεις να τον πας στην κουζίνα, σε παρακαλώ;»

Είχα ήδη φτάσει στην πόρτα, όταν μια σκέψη με χτύπησε, με τη δύναμη ενός μετεωρίτη. «Γιατί την Κυριακή;»

Γύρισα να τον κοιτάξω. Είχε την έκφραση ενός κροταλία και τα κατάλαβα όλα στην στιγμή.

«Επειδή σήμερα είναι Κυριακή και θα πρέπει να περιμένω επτά ημέρες» Η πύρρειος νίκη. Ήμουν τόσο εξοργισμένη που μπήκα στον πειρασμό να του πετάξω τον δίσκο.

«Θα περάσει γρήγορα», με μαλάκωσε διασκεδάζοντας. «Α! Μην βροντήξεις την πόρτα, βγαίνοντας».

Μπήκα στον πειρασμό να το κάνω, αλλά με εμπόδιζε ο δίσκος. Θα έπρεπε να στρέψω τον δίσκο προς τα κάτω και εγκατέλειψα. Μάλλον θα το απολάμβανε ακόμη περισσότερο.

Εκείνο το βράδυ, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ονειρεύτηκα.

Πέμπτο κεφάλαιο

Έμοιαζα σαν ένα πνεύμα, σχεδόν σαν φάντασμα με το νυχτικό μου να κυματίζει στον αόρατο άνεμο. Ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν με κρατούσε στο χέρι, απαλά. «Θα χορέψεις μαζί μου, Μελισσάνθη Μπρούνο;»

Στεκόταν ακίνητος στην άκρη του κρεβατιού μου. Καμία αναπηρική καρέκλα. Η εικόνα του τρεμόπαιζε, ήταν θολή, έχοντας την υφή των ονείρων. Κάλυψα την απόσταση που μας χώριζε, γρήγορα όπως ένα πεφταστέρι.

Εκείνος χαμογέλασε γοητευτικά, όπως κάποιος που δεν αμφισβητεί την ευτυχία σου, επειδή αντανακλούσε τη δική του.

«Κύριε ΜακΛέιν ... Μπορείτε να περπατήσετε ...» Η φωνή μου ακουγόταν παιδιάστικη, όπως ενός μικρού κοριτσιού.

Εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελό μου, με μάτια λυπημένα και σκοτεινά. «Τουλάχιστον στα όνειρα, ναι. Δεν θες να με λες Σεμπάστιαν, Μελισσάνθη; Τουλάχιστον στα όνειρα;»

Ήμουν σε δύσκολη θέση, αντιδρούσα στο να αφήσω τον πληθυντικό, ακόμη και σε αυτή την φανταστική και εξωπραγματική συγκυρία.

«Εντάξει ... Σεμπαστιάν».

Τα χείλη του μου πολιορκούσαν τη ζωή, σφιχτά και παιχνιδιάρικα. «Ξέρεις χορό, Μελισσάνθη;»

«Όχι».

«Επίτρεψέ μου λοιπόν να σε καθοδηγήσω. Νομίζεις ότι μπορείς να το καταφέρεις;» Τώρα, με κοίταξε καχύποπτα.

«Πιστεύω πως όχι», παραδέχτηκε με ειλικρίνεια.

Εκείνος συγκατένευσε, χωρίς να ενοχληθεί καθόλου από την ειλικρίνεια μου. «Ούτε στα όνειρα;»

«Δεν ονειρεύομαι ποτέ», είπα δύσπιστα. Όμως, το έκανα. Ήταν ένα αναμφισβήτητο γεγονός, σωστά; Δεν θα μπορούσε να είναι αληθινό. Εγώ με νυχτικό, στην αγκαλιά του, η γλυκύτητα των ματιών του, η απουσία της αναπηρικής καρέκλας.

«Ελπίζω να μην ξυπνήσεις απογοητευμένη», είπε σκεπτικά.

«Γιατί να γίνει αυτό;» διαμαρτυρήθηκα.

«Θα είμαι αντικείμενο του πρώτου ονείρου της ζωής σου. Είσαι απογοητευμένη;» με κοίταξε σοβαρά, αμφίβολα.

Τραβήχτηκε πίσω κι εγώ φύτεψα τα δάχτυλά μου στα μπράτσα του, με δύναμη. «Όχι, μείνε μαζί μου. Σε παρακαλώ».

«Σίγουρα με θες στο όνειρό σου;»

«Δεν θα ήθελα κανέναν άλλο,» είπα με θάρρος. Ονειρευόμουν, επανέλαβα στον εαυτό μου. Μπορούσα να πω ό, τι περνούσε από το μυαλό μου, χωρίς το φόβο των συνεπειών.

Εκείνος μου χαμογέλασε και πάλι, πιο όμορφα από ποτέ. Με γύρισε, επιταχύνοντας τον ρυθμό και σιγά-σιγά έμαθα τα βήματα. Ήταν ένα αληθοφανές όνειρο με τρομακτικό τρόπο. Τα δάχτυλά μου ένιωθαν στις άκρες τους την απαλότητα του κασμιρένιου πουλόβερ του κι ακόμα και από κάτω, τη σφριγηλότητα των μυών του. Σε κάποια στιγμή, αντιλήφθηκα ένα θόρυβο σαν το εκκρεμές ενός ρολογιού.

Μου ξέφυγε ένα γέλιο. «Κι εδώ;»

Ο θόρυβος του ρολογιού δεν μου ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος, ήταν ένα οδυνηρός, θλιβερός, παλιός ήχος.

Ο Σεμπάστιαν τραβήχτηκε μακριά μου, τα φρύδια του συνοφρυωμένα. «Πρέπει να φύγω».

Τινάχτηκα, σαν να χτυπήθηκα από μια σφαίρα. «Αλήθεια πρέπει;»

«Πρέπει, Μελισσάνθη. Ακόμα και τα όνειρα τελειώνουν». Στα απαλά του λόγια του υπήρχε θλίψη, από την γεύση του αποχαιρετισμού.

«Θα γυρίσεις;» δεν μπορούσα να τον αφήσω να φύγει έτσι, χωρίς να παλέψω.

Με παρατήρησε προσεκτικά, όπως έκανε πάντα κατά τη διάρκεια της ημέρας, στην πραγματικότητα. «Πώς θα μπορούσα να μη γυρίσω, τώρα που έμαθες να ονειρεύεσαι;»

Εκείνη η ποιητική υπόσχεση ηρέμησε τον κτύπο της καρδιάς μου, που είχε ήδη απορρυθμιστεί στην σκέψη ότι δεν θα τον ξαναέβλεπα πια. Όχι έτσι, τουλάχιστον.

Το όνειρο έσβησε, όπως η φλόγα ενός κεριού. Το ίδιο έκανε κι η νύχτα.

Το πρώτο πράγμα που είδα, ανοίγοντας τα μάτια του, ήταν η οροφή με τα φανερά δοκάρια.

Στη συνέχεια, το παράθυρο μισάνοιχτο, λόγω της ζέστης.

Είχα ονειρευτεί για πρώτη φορά.

Η Μίλισεντ ΜακΜίλιαν μου χάρισε ένα ευγενικό χαμόγελο όταν με είδε να εμφανίζομαι στην κουζίνα. «Καλημέρα, αγαπητή μου. Κοιμηθήκατε καλά;»

«Όπως ποτέ άλλοτε στη ζωή μου», απάντησα λακωνικά. Η καρδιά κόντευε να βγει από το στήθος μου, στη θύμηση του ήρωα του ονείρου μου.

«Χαίρομαι γι’αυτό», δήλωσε η οικονόμος, χωρίς να γνωρίζει σε τι αναφερόμουν. Ξεκίνησε έναν λεπτομερή απολογισμό της ημέρας που πέρασε στο χωριό. Για την εκκλησία, για τη συνάντηση με ανρθώπους των οποίων τα ονόματα δεν μου έλεγαν τίποτα. Όπως πάντα, την άφησα να μιλά, με το μυαλό απασχολημένο σε πιο ευχάριστες ονειροπολήσεις, με τα μάτια πάντα στο ρολόι, αναμένοντας πυρετωδώς να τον ξαναδώ.

Ήταν παιδιάστικο να πιστεύω ότι θα ήταν μια διαφορετική μέρα, ότι εκείνος θα μου συμπεριφερόταν διαφορετικά. Ήταν ένα όνειρο, τίποτα περισσότερο.

Αλλά άπειρη όπως ήμουν στο θέμα αυτό, είχα την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να συνεχιστεί και στην πραγματική ζωή.

Όταν έφτασα στο γραφείο, άνοιγε τα γράμματα με ένα ασημένιο χαρτοκόπτη. Σήκωσε το βλέμμα, μόλις εμφανίστηκα.

«Κι άλλη επιστολή από τον εκδότη μου. Έκλεισα το κινητό, για να μην πρέπει να τον υποστώ! Μισώ τους ανθρώπους χωρίς φαντασία ... Δεν έχουν καμία ιδέα για τον κόσμο του καλλιτέχνη, για τον χρόνο, το χώρο του ...», το νευρικό ύφος του με προσγείωσε. Κανένας χαιρετισμός, καμία ειδική προσφώνηση, κανένα γλυκό βλέμμα. Καλώς ήρθατε και πάλι στην πραγματικότητα, με χαιρέτησα μέσα μου. Πόσο ανόητη ήμουν που σκέφτηκα διαφορετικά! Γι’αυτό ποτέ πριν δεν κατάφερα να ονειρευτώ. Επειδή δεν πίστευα, δεν περίμενα, δεν τολμούσα να ελπίζω. Έπρεπε να ξαναγίνω η Μελισσάνθη που ήμουν, πριν έλθω σε αυτό το σπίτι, πριν από αυτή την γνωριμία, πριν από την ψευδαίσθηση.

Ίσως να τον ξαναονειρευτώ. Η σκέψη με ζέστανε περισσότερο κι από το τσάι της κυρίας ΜακΜίλιαν ή τον εκτυφλωτικό ήλιο έξω ​​από το παράθυρο.

«Λοιπόν; Τι στέκεστε εκεί σαν άγαλμα; Καθίστε κάτω, για τον Θεό».

Κάθισα μπροστά του, υπάκουα, με την επίπληξη να πονά στο δέρμα μου.

Εκείνος μου πέρασε με σοβαρότητα το γράμμα. «Γράψτε του. Πείτε του ότι θα πάρει το χειρόγραφο στην προγραμματισμένη ημερομηνία».

«Είστε σίγουρος ότι θα το καταφέρετε; Θέλω να πω ... Το ξαναγράφετε από την αρχή ...»

Εκείνος αντέδρασε οργισμένα σε αυτό που του ακούστηκε ως κριτική. «Τα πόδια μου είναι παράλυτα, όχι ο εγκέφαλος μου. Πέρασα μία στιγμή κρίσης. Έληξε. Οριστικά».

Κράτησα μια αυστηρή σιωπή όλο το πρωί, ενώ τον έβλεπα να πατά τα πλήκτρα του υπολογιστή με ασυνήθιστη ενέργεια. Ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν ήταν ευερέθιστος, ασταθής και ιδιόρρυθμος. Επίσης, ήταν εύκολο να τον μισήσεις, σκέφτηκα, μελετώντας τον στα κρυφά. Επίσης, ήταν πάρα πολύ όμορφος. Πάρα πολύ, και το ήξερε. Κι αυτό τον έκανε διπλά αντιπαθή. Στο όνειρό μου είχε εμφανιστεί ένα ανύπαρκτο πλάσμα, η προβολή των επιθυμιών μου, όχι ένας πραγματικός άνθρωπος, με σάρκα και οστά. Το όνειρο ήταν ψεύτικο, τρομερά ψεύτικο.

Κάποια στιγμή, μου έδειξε τα τριαντάφυλλα. «Άλλαξέ τα, σε παρακαλώ. Το μισώ όταν τα βλέπω να μαραίνονται. Τα θέλω πάντα φρέσκα».

Ξαναβρήκα τη φωνή μου.

«Θα το κάνω, αμέσως».

«Και να προσέχετε να μην κοπείτε, αυτή τη φορά». Η σκληρότητα του τόνου του με ξάφνιασε. Δεν ήμουν ποτέ αρκετά προετοιμασμένη για τις συχνές κρίσεις θυμού του, που ήταν καταστροφικές.

Για να μην διατρέξω τον κίνδυνο, πήρα όλο το βάζο και πήγα στον κάτω όροφο. Στα μισά της σκάλας συνάντησα την οικονόμο που έσπευσε να με βοηθήσει. «Τι συνέβη;»

«Θέλει φρέσκα τριαντάφυλλα», είπα με κομμένη την ανάσα. «Λέει ότι μισεί να τα βλέπει να μαραίνονται».

Η γυναίκα κοίταξε ψηλά στον ουρανό. «Κάθε μέρα κάτι καινούργιο».

Πήγαμε το βάζο στην κουζίνα και στη συνέχεια πήγε για να πάρει καινούργια, αυστηρά κόκκινα. Εγώ κατρακύλησα σε μια καρέκλα, σαν να είχα μολυνθεί από τη ζοφερή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου το όνειρο της νύχτας, εν μέρει επειδή ήταν το πρώτο της ζωής μου και είχα ακόμα τη χαρά της ανακάλυψης, εν μέρει επειδή ήταν τόσο έντονο και οδυνηρά ζωντανό. Ο ήχος του ρολογιού με ξάφνιασε. Ήταν τόσο τρομακτικός που τον άκουσα και στο όνειρό μου. Ίσως να ήταν αυτή η λεπτομέρεια που το έκανε τόσο πραγματικό.

Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου, ασταμάτητα, αδύναμα. Ένας λυγμός διέφυγε από το λαιμό μου, ισχυρότερος από τον διαβόητο αυτοέλεγχο μου. Σε αυτήν την κατάσταση με βρήκε η οικονόμος, επιστρέφοντας στην κουζίνα. «Εδώ είναι τα φρέσκα τριαντάφυλλα για τον άρχοντα κι αφέντη μας» είπε χαρωπά. Τότε πρόσεξε τα δάκρυα μου και έπιασε το στήθος της. «Δεσποινίς Μπρούνο! Τι συνέβη; Είστε άρρωστη; Δεν είναι από την επίπληξη του κυρίου ΜακΛέιν; Είναι ένας φαρσέρ, πεισματάρης σαν αρκούδα, και αξιολάτρευτος όποτε το θυμάται... Μην ανησυχείτε, ό,τι κι αν σας είπε, θα το έχει ξεχάσει ήδη».

«Αυτό είναι το πρόβλημα», είπα με κλαμένη φωνή, αλλά εκείνη δεν άκουσε, έχει ήδη ξεκινήσει να μιλά.

«Θα σας φτιάξω ένα τσάι, θα σας κάνει καλό. Θυμάμαι ότι κάποτε, στο σπίτι όπου εργαζόμουν πριν από ...»

Υπέμεινα σιωπηλά τη βαριά φλυαρία της, εκτιμώντας την αποτυχημένη της απόπειρα να μου αποσπάσει την προσοχή. Ήπια το ζεστό ρόφημα, προσποιούμενη ότι αισθανόμουν καλύτερα και αρνήθηκα την προσφορά της για βοήθεια. Θα πήγαινα εγώ τα τριαντάφυλλα. Η γυναίκα επέμενε να με συνοδεύσει, τουλάχιστον ως το κεφαλόσκαλο, και μπροστά στην ήπια στάση της, δεν τόλμησα να αρνηθώ. Όταν επέστρεψα στη γραφείο ήμουν η συνηθισμένη Μελισσάνθη, με στεγνά μάτια, με την καρδιά σε χειμερία νάρκη και την ψυχή παραιτημένη.

Οι ώρες πέρασαν βαριές σαν τσιμέντο, σε μια σιωπή μαύρη, όπως και η διάθεσή μου. Ο ΜακΛέιν με αγνοούσε όλη την ώρα, απευθύνοντάς μου τον λόγο μόνο όταν δεν μπορούσε να το αποφύγει. Η ακραία επιθυμία μου να φτάσει το σούρουπο συγκρινόταν μόνο με την επιθυμία που είχα το πρωί για να τον δω. Ήταν δυνατόν να είχαν περάσει μόνο τόσο λίγες ώρες;

«Μπορείτε να πηγαίνετε, δεσποινίς Μπρούνο», με αποδέσμευσε, χωρίς καν να με κοιτάζει στα μάτια.

Περιορίστηκα στο να του ευχηθώ καληνύχτα, με σεβασμό και ψυχρότητα όπως εκείνος.

Έψαχνα τον Κάιλ, κατόπιν αιτήματός του, όταν άκουσα ένα λυγμό που προερχόταν από τις σκάλες. Τα μάτια μου διευρύνθηκαν, σίγουρη για το τι έπρεπε να κάνω. Μετά από πολύ δισταγμό, έφτασα στην πηγή του ήχου, κι αυτό που είδα ήταν καταπληκτικό.

Το πρόσωπο στις σκιές, η σκοτεινή φιγούρα, που αναγκάστηκε να γυρίσει αλλού, ήταν ο Κάιλ. Ο άνδρας είχε ένα τσαλακωμένο χαρτομάντιλο στο χέρι του και φάνηκε μόνο ένα χλωμό αντίγραφο του γόη, από την υπερκόπωση των τελευταίων ημερών. Απλώς με κοίταξε, άφωνος από την έκπληξη.

Παρατήρησε την παρουσία μου και έκανε ένα βήμα μπροστά. «Με λυπάσαι; Ή μήπως θέλεις να γελάσεις;»

Μου φαινόταν σαν να πιάστηκα επ’αυτοφώρω για κατασκοπεία, σαν ένας αδιάκριτος ηδονοβλεψίας. Έδιωξα τον διακαή πειρασμό να δικαιολογήσω τον εαυτό μου.

«Σε ψάχνει ο κύριος ΜακΛέιν. Θα ήθελε να αποσυρθεί στην τραπεζαρία. Αλλά ... Είσαι καλά; Μπορώ να κάνω κάτι;»

Τα μάγουλά του ήταν σημαδεμένα με σκούρες κηλίδες και ένιωσα ότι κοκκίνισε από ντροπή.

Έκανα ένα βήμα πίσω, έστω και μεταφορικά. «Όχι, συγγνώμη, ξέχνα ό,τι σου είπα. Δεν κάνω κάτι άλλο από το να μπλέκομαι σε ξένες υποθέσεις».

Εκείνος αρνήθηκε γνέφοντας με το κεφάλι. «Είσαι πολύ ευγενική για να γίνεις πειστική κουτσομπόλα, Μελισσάνθη. Όχι, εγώ… Απλά, έχω σοκαριστεί με το διαζύγιο». Μόνο εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι στα χέρια του δεν είχε χαρτομάντιλο, αλλά ένα τσαλακωμένο χαρτί. «Έφυγε. Κάθε μου προσπάθεια, για να διορθώσω την κατάσταση, απέτυχε».

Για μία στιγμή, μου ήρθε να γελάσω. Προσπάθειες; Και με ποιον τρόπο είχε προσπαθήσει; Κάνοντας ανήθικες προτάσεις στη μοναδική νέα γυναίκα που βρισκόταν γύρω του;

«Λυπάμαι», είπα με δυσκολία.

«Κι εγώ». Έκανε άλλο ένα βήμα μπροστά, βγαίνοντας από τη σκιά. Το πρόσωπό του διέτρεχαν δάκρυα που έδιωχναν την κακή άποψη που είχα σχηματίσει για εκείνον.

Έμεινα να τον κοιτώ με έντονη αμηχανία. Τι έλεγε η εθιμοτυπία για τα άτομα που ήταν πεσμένα από ένα διαζύγιο; Πώς τους παρηγορείς; Τι να πεις, χωρίς να διατρέξεις τον κίνδυνο να τους πληγώσεις; Ναι, αλλά όταν καταρτίστηκε η εθιμοτυπία, το διαζύγιο δεν ήταν καν αποδεκτό.

«Θα πω στον κύριο ΜακΛέιν ότι δεν είσαι καλά», είπα.

Φάνηκε να πανικοβάλλεται. «Όχι, όχι. Δεν είμαι έτοιμος να επιστρέψω στον πολιτισμένο κόσμο και φοβάμαι ότι ο ΜακΛέιν ψάχνει μόνο μια δικαιολογία, για να με πετάξει οριστικά από το Midnight Rose. Όχι, ήρθε η ώρα να συνέλθω».

«Η ώρα να συνέλθεις, φυσικά», επανέλαβα, έχοντας πειστεί πολύ λίγο. Ο Κάιλ είχε πραγματικά τρομερή όψη, τα μαλλιά του ατημέλητα, το πρόσωπό του κόκκινο από τα κλάμα, η λευκή στολή του τσαλακωμένη, σαν να είχε κοιμηθεί φορώντας την.

«Εντάξει, τότε. Καληνύχτα», τον χαιρέτησα, λαχταρώντας μόνο το καταφύγιο του δωματίου μου. Ήταν μια κουραστική μέρα, τρομερά μεγάλη, και δεν είχα διάθεση να παρηγορήσω κανέναν, πέρα από τον εαυτό μου.

Έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι, σαν να μην εμπιστευόταν τη φωνή του.

Έκανα μία παράκαμψη στην κουζίνα, πριν πάω στον επάνω όροφο. Δεν ήθελα να δειπνήσω και έπρεπε να ενημερώσω την ευγενική κυρία ΜακΜίλιαν. Μου χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο, και μου έδειξε μια κατσαρόλα στο μάτι της κουζίνας. «Φτιάχνω σούπα. Ξέρω ότι είναι ζεστή, αλλά δεν μπορούμε να τρεφόμαστε μόνο με σαλάτα μέχρι το Σεπτέμβριο».

Η ενοχές με άρπαξαν από το λαιμό. Δειλά άλλαξα την απάντησή μου, η οποία μόλις βγήκε από το στόμα. «Μου αρέσει η σούπα, ζεστή ή όχι καυτή».

Πριν αρχίσει να φλυαρεί, της μίλησα για τον Κάιλ, αφήνοντας εκτός τις πιο ντροπιαστικές λεπτομέρειες.

«Φαίνεται πραγματικά αναστατωμένος με το διαζύγιο,» είπα, ενώ καθόμουν στο τραπέζι