banner banner banner
Κριτήριο Λάιμπνιτς
Κριτήριο Λάιμπνιτς
Оценить:
Рейтинг: 0

Полная версия:

Κριτήριο Λάιμπνιτς

скачать книгу бесплатно


Εκείνα τα στήθη χόρευαν μπροστά στα μάτια του, καθώς η Σίνθια πήγαινε πάνω κάτω με τα μάτια της να έχουν γυρίσει και το στόμα να είναι μισάνοιχτο. Ένας ελαφρύς αναστεναγμός συνόδευε την ολοκλήρωση κάθε κατάβασης, μέχρι που άρχισε να επιταχύνει τον ρυθμό, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, χτυπώντας όλο και πιο έντονα πάνω του, με τον αναστεναγμό να γίνεται ένα υπόκωφο «Ωωω!», με κάθε χτύπημα. Όταν τα χτυπήματα έγιναν άγρια ανεξέλεγκτα, με το κορμί της Σίνθια τεντωμένο μέχρι που είχε σπασμούς και καλύφθηκε με ιδρώτα, έλυσε τα σταυρωμένα χέρια της και έβγαλε μία διαπεραστική κραυγή, βασανιστική και παρατεταμένη, ενώ το κορμί της τεντωνόταν και συρρικνωνόταν στον ρυθμό του οργασμού, όλο και λιγότερο συντονισμένα.

Η συμμετοχή του ΜακΚίντοκ σε εκείνη την επίδοση ήταν ελάχιστη. Ποτέ στην ζωή του δεν είχε δει κάτι τέτοιο. Δεν ήξερε, καν, ότι μία γυναίκα μπορούσε να το κάνει όλο αυτό.

Η Σίνθια ηρέμησε, ο οργασμός τελείωσε και η ανάσα επανήλθε στα κανονικά της επίπεδα. Τον κοίταξε στο πρόσωπο με μάτια που έβγαζαν αστραπές και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο αριστερό μάγουλο.

<Μαλάκα!> φώναξε, μετά απομακρύνθηκε από εκείνον, κατέβηκε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε αμέσως.

Ο ΜακΚίντοκ δεν κινήθηκε καθόλου και παρέμεινε ντροπιασμένος να κοιτά το ταβάνι, με το μάγουλό του να καίει σαν αναμμένο κάρβουνο.

Είχε εκσπερματίσει, μόλις άρχισε να επιταχύνει η Σύλβια.

Βαθιά νύχτα.

Η Σίνθια κοιμόταν ελαφριά και ξύπνησε αμέσως, όταν το κεφάλι της συνειδητοποίησε την αλλαγή του ήχου στο βάθος. Μέχρι τώρα, το δωμάτιο ήταν πολύ ήσυχο, αλλά τώρα, μία φωνή κάτι μουρμούριζε.

Γυρίζοντας αργά το κεφάλι της, η Σίνθια αναζήτησε την πηγή εκείνης της φωνής και στο φως που είχε απομείνει είδε τον ΜακΚίντοκ να μιλά στον ύπνο του. Ήταν ακόμη απλωμένος, όπως τον άφησε, φορώντας μόνο το ανοικτό μπουρνούζι και η χροιά της φωνής του όλο και πιο ιδιαίτερη με κάθε λέξη που πρόφερε:

<Ἄρτεμιν ἀείδω χρυσηλάκατον, κελαδεινήν,παρθένον αἰδοίην, ἐλαφηβόλον, ἰοχέαιραν,αὐτοκασιγνήτην χρυσαόρου Ἀπόλλωνος,ἣ κατ’ ὄρη σκιόεντα καὶ ἄκριας ἠνεμοέσσαςἄγρῃ τερπομένη παγχρύσεα τόξα τιταίνειπέμπουσα στονόεντα βέλη>.

Η Σίνθια αναγνώρισε τον ομηρικό ύμνο νούμερο 27, με τίτλο «Στην Άρτεμη» και αφιερωμένο στη Θεά.

Τον ήξερε πολύ καλά, αφού από όλους τους ύμνους που γράφτηκαν προς τιμήν της Αρτέμιδας, αυτός ήταν ο αγαπημένος της.

Ο ΜακΚίντοκ συνέχιζε απτόητος, σαν να απάγγελνε στο μάθημα:

<τρομέει δὲ κάρηνα

ὑψηλῶν ὀρέων, ἰάχει δ’ ἔπι δάσκιος ὕλη δεινὸν ὑπὸ κλαγγῆς θηρῶν, φρίσσει δέ τε γαῖα πόντος τ’ ἰχθυόεις: ἣ δ’ ἄλκιμον ἦτορ ἔχουσα πάντη ἐπιστρέφεται θηρῶν ὀλέκουσα γενέθλην>

Στην πραγματικότητα, η απαγγελία ήταν έντονη, εκφραστική κι εκείνος συμμετείχε με όλο του το είναι. Στο μυαλό του ΜακΚίντοκ εκείνο το άσμα θα πρέπει να ήταν αποτυπωμένο με όλη την επεξήγηση που του έδινε. Έτσι, όλο αυτό έβγαινε και κατά τη διάρκεια της ασυνείδητης απαγγελίας.

<Αὐτὰρ ἐπὴν τερφθῇ θηροσκόπος ἰοχέαιρα,

εὐφρήνῃ δὲ νόον, χαλάσασ’ εὐκαμπέα τόξα ἔρχεται ἐς μέγα δῶμα κασιγνήτοιο φίλοιο, Φοίβου Ἀπόλλωνος, Δελφῶν ἐς πίονα δῆμον, Μουσῶν καὶ Χαρίτων καλὸν χορὸν ἀρτυνέουσα.>

Σε αυτό το σημείο, η Σίνθια άρχισε να απαγγέλλει χαμηλόφωνα, ακολουθώντας τον ΜακΚίντοκ.

<ἔνθα κατακρεμάσασα παλίντονα τόξα καὶ ἰοὺς

ἡγεῖται χαρίεντα περὶ χροὶ̈ κόσμον ἔχουσα, ἐξάρχουσα χορούς: αἳ δ’ ἀμβροσίην ὄπ’ ἰεῖσαι ὑμνεῦσιν Λητὼ καλλίσφυρον, ὡς τέκε παῖδας ἀθανάτων βουλῇ τε καὶ ἔργμασιν ἔξοχ’ ἀρίστους. χαίρετε, τέκνα Διὸς καὶ Λητοῦς ἠυκόμοιο: αὐτὰρ ἐγὼν ὑμέων τε καὶ ἄλλης μνήσομ’ ἀοιδῆς..>

Ο ύμνος είχε τελειώσει και ήταν γεμάτος αίγλη, θαυμάσιος, αφήνοντάς βαθιά ικανοποιημένη.

Πολλά χρόνια πριν, είχε αναζητήσει την προέλευση του ονόματός της και είχε πέσει πάνω στην Αρτέμιδα. Είχε μεγάλο πάθος με τον μύθο που της έφερνε στη μνήμη όλα όσα αφορούσε και την ευχαριστούσε που ο ΜακΚίντοκ τον επαινούσε ακόμη και στον ύπνο του.

Ανακάθισε στο κρεβάτι, γυμνή όπως ήταν και χαμογέλασε με μητρικό ύφος, κοιτώντας τον άντρα που κοιμόταν. Πήρε την κουβέρτα που ήταν ακουμπισμένη κοντά στο μαξιλάρι, την ξεδίπλωσε και την άπλωσε απαλά, στον κορμό και τα πόδια του ΜακΚίντοκ, καλύπτοντάς τον, μετά μπήκε κάτω από τα σκεπάσματα, έσβησε το φως, γύρισε στο πλάι και ξανακοιμήθηκε αμέσως.

Εκείνη την πρώτη συνάντησή τους σκεφτόταν ο ΜακΚίντοκ, ενώ έκλεινε πίσω του την πόρτα του γραφείου του, εκείνο το βράδυ.

Η Σίνθια του είχε αλλάξει τη ζωή και, εδώ κι έναν χρόνο, σε αυτόν τον τομέα αισθανόταν πιο ολοκληρωμένος ως άνδρας, πιο ευτυχισμένος. Κατά μέσο όρο, μία φορά την εβδομάδα, πήγαινε να μείνει στο σπίτι της, στο Λίβερπουλ. Και όταν έφτανε η καθορισμένη μέρα, οι υποχρεώσεις της ημέρας του φαίνονταν λιγότερο φορτικές, κατάφερνε ακόμη και να δει κάποια πράγματα με φιλοσοφική διάθεση. Συνήθως, όλα τα προβλήματα, μεγάλα και μικρά, για εκείνον ήταν εμπόδια με την ίδια σπουδαιότητα, που έπρεπε να τα διώξει το συντομότερο δυνατόν και τον απασχολούσαν τόσο, που του γίνονταν εμμονή. Αλλά, όταν ήξερε ότι το βράδυ θα πήγαινε στη Σίνθια, η οπτική του άλλαζε λίγο, ήταν πιο χαλαρός και τα εμπόδια, λιγότερο δύσκολα, περνούσαν σε δεύτερη μοίρα κι, επιπλέον, κάποιες φορές τα άφηνε για την επόμενη μέρα.

Βγήκε από το κτίριο και πήρε το αυτοκίνητο. Μπήκε στην οδό Όξφορντ, που περνούσε κάθετα μέσα από το πανεπιστημιακό συγκρότημα και κατευθυνόταν βόρεια. Έστριψε αριστερά στην Μπουθ Στριτ Ηστ και μετά από λίγο προχώρησε στη ράμπα πρόσβασης προς την υπέργεια Λεωφόρο Μανκούνιαν. Η κίνηση ήταν μέτρια εκείνη την ώρα και μία ελαφριά κι επίμονη βροχούλα έβρεχε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Ο υαλοκαθαριστήρας διατηρούσε με ευκολία άψογη ορατότητα.

Από την Μανκούνιαν μπορούσε να δει λίγο από το Μάντσεστέρ του, την πόλη όπου είχε γεννηθεί και την οποία αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλη. Δεν μπορούσε να απορροφηθεί πολύ, όμως, γιατί αυτός ο δρόμος ήταν γνωστός για το υψηλό ποσοστό ατυχημάτων.

Η μηχανή ήταν πολύ ζεστή και ο κλιματισμός άρχισε να βγάζει θερμό αέρα στο όχημα.

Η Μανκούνιαν έγινε Οδός Ντόσον κι από εκεί ο ΜακΚίντοκ έστριψε αριστερά στην Οδό Ρίτζεντ. Στην κυκλική διασταύρωση συνέχισε ευθεία στον M602, που ξεκινούσε σε εκείνο το σημείο, κι άρχισε να χαλαρώνει.

Άναψε το ραδιόφωνο και συντονίστηκε στον σταθμό που εκείνη την ώρα έλεγε τις ειδήσεις.

<... πορείες των φοιτητών στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν παραμένουν αμείωτες. Τρίτη μέρα κινητοποιήσεων κι έχουν σημειωθεί πολλές συμπλοκές και συλλήψεις από την αστυνομία. Έχουν συλληφθεί πολλοί φοιτητές, ενώ οι δημοσιογράφοι κρατούν τις απαραίτητες αποστάσεις. Απαγορεύονται καθ’όλες τις ώρες οι φωτογραφίες και οι τηλεοπτικές λήψεις. Η πιεστική απαίτηση για Δημοκρατία φαίνεται να μην προσπερνά το «τείχος» που έχει υψώσει η Κυβέρνηση, ενώ η καταστολή φαίνεται ακόμη να είναι η μόνη απάντηση στις ειρηνικές πορείες, κατά μήκος της πλατείας…>

«Οι καημένοι», σκέφτηκε ο ΜακΚίντοκ, «περνούν, πραγματικά, άσχημα. Θα ήθελαν λίγη ελευθερία και αντί γι’αυτό τους χτυπούν και τα κλομπ. Και οι στρατιώτες πρέπει να χτυπούν, αλλιώς δεν θα φάνε ή θα τους χτυπήσουν και τους ίδιους, ή και ακόμη χειρότερα. Είναι μακριά από εμάς η Κίνα, από όλες τις απόψεις…»

Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκε τη συνάντηση με τον Ντρου.

Πράγματι, ο Ντρου, που από το πουθενά έβγαλε από το καπέλο του εκείνη την ανακάλυψη, μαζί με εκείνον τον έγχρωμο φοιτητή του. Πώς τον έλεγαν; Δεν θυμόταν. Θυμόταν, όμως, όσα υποστήριζαν. Αν, πράγματι, υπήρχε εμπορική εφαρμογή αυτής της ανακάλυψης, θα ήταν πολύ χρήσιμο για το Πανεπιστήμιο. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση Χάουαρντ είχε αποφασίσει να μειώσει τα κονδύλια του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, για να δώσει μεγαλύτερο μέρος αυτών στα άλλα Πανεπιστήμια, εκείνος έψαχνε λύση για να κρατήσει το Πανεπιστήμιο στο επίπεδο που είχε πριν, αλλά ήταν πρακτικά αδύνατον. Κάθε δραστηριότητα είχε ένα κόστος και, αν το κόστος δεν καλυπτόταν, η δραστηριότητα δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Καμία συζήτηση. Καμία ένσταση. Έπρεπε να παραιτηθεί. Και το στολίδι του βρετανικού πανεπιστημιακού συστήματος, περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Ήταν κάτι το ανήκουστο, το παράλογο. Ωστόσο, έτσι ήταν.

«Ισονομία και ισότητα», αυτό ήταν το σλόγκαν του Χάουαρντ και το εφάρμοσε μία χαρά, ο μπάσταρδος.

Τα φώτα του Σάλφορντ περνούσαν από το πλάι του δρόμου, ενώ η βροχούλα είχε μειωθεί σε λίγες σποραδικές ψιχάλες πάνω στο τζάμι.

Μία αξιοσημείωτη κίνηση ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν εκείνοι που έμπαιναν ξανά στην πόλη, εκείνοι που δούλευαν εκτός πόλης.

Ο αριθμός των αυτοκινήτων μειωνόταν σταδιακά και, όταν έφτασε στο ύψος του δάσους Άλντερ και ο M602 έγινε M62, βρέθηκε και πάλι στην εξοχή.

Η ιδέα της μεταφοράς πακέτων με το σύστημα του Ντρου, του είχε έρθει ξαφνικά, μάλλον εξαιτίας ενός ντοκιμαντέρ πάνω στο παγκόσμιο εμπόριο, το οποίο είχε δει λίγες μέρες πριν και στο οποίο ακολουθούσαν πάλι τρόπους μεταφοράς πακέτων διαφόρων διαστάσεων, πάντα πλήρεις και πάντα σε κίνηση. Ήταν εντυπωσιακό το πόσα πράγματα αποστέλλονταν ή παραλαμβάνονταν, μέσω ταχυμεταφορέα. Ήταν, αναμφίβολα, μεγάλος επιχειρηματικός κλάδος η αποστολή προϊόντων και το να έχεις στην κατοχή σου μία μέθοδο καθ’όλα καινοτόμα, άμεση, ασφαλή και με χαμηλό κόστος, θα ήταν σίγουρη επιτυχία. Κανένας ανταγωνισμός, σε αυτή την περίπτωση. Η τεχνολογία θα ήταν μόνο στη δική τους κατοχή και θα μπορούσαν να κερδίσουν αυτό που ήθελαν. Βλέποντας τη διάσταση του κλάδου, είχε την αίσθηση ότι το Πανεπιστήμιο θα μπορούσε άνετα να κρατήσει το επίπεδο στο οποίο είχε συνηθίσει.

Φυσικά, το πώς θα μπορούσε να ταιριάξει κάτι απόλυτα διοικητικό, όπως ένα Πανεπιστήμιο, με κάτι απόλυτα εμπορικό, όπως οι διεθνείς μεταφορείς, ήταν κάτι που έπρεπε να προσδιορίσει. Επίσης, ήταν απαραίτητο να επιβεβαιώσει ότι ο νόμος επέτρεπε μία σύζευξη αυτού του είδους, μολονότι θα θεσπιζόταν για το καλό του Πανεπιστημίου. Θα έπρεπε να συμβουλευτεί έναν ειδικό σε αυτά τα θέματα, το συντομότερο δυνατόν.

Συντόνισε το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου στον σταθμό που έπαιζε μόνο κλασσική μουσική και έμεινε λίγο εκεί, για να ακούσει Μπαχ. Η «Πασσακάλια» σε Ντο μινόρε ήταν μία εξαιρετική όπερα, πολύ ανώτερη της πολύ πιο διάσημης «Τοκάτα και Φούγκα» σε Ρε μινόρε, και την άκουσε με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση.

Στο μεσοδιάστημα, οι πόλεις κατά μήκος της διαδρομής του, φώτιζαν ελαφρά τη σκοτεινή εξοχή του Νορθ Ουέστ. Ο ΜακΚίντοκ πρόσεξε μερικές, απορροφημένος από το άκουσμα της μουσικής: Ρίζλεϊ, Γουέστμπρουκ, Ρέινχιλ.

Όταν τελείωσε η «Πασσακάλια», έσβησε το ραδιόφωνο, για να κρατήσει μέσα του την αίσθηση ανάτασης, που του μετέδιδε η όπερα. Η εξαιρετική αίσθηση που είχε τον έκανε να νιώθει χαρά, κι ήταν τόσο όμορφο αυτό. Η κούραση της ημέρας ήταν ανάμνηση και, όταν πέρασε το Μπρόουντγκριν, ο αυτοκινητόδρομος σταμάτησε και εκείνος άρχισε να μπαίνει στο Λίβερπουλ, παίρνοντας την Ετζ Λέιν Ντράιβ, και να νιώθει ηλεκτρισμένος, στη σκέψη ότι θα συναντούσε τη Σίλβια, ότι θα περνούσε το απόγευμα και όλη τη νύχτα μαζί της. Ήταν εξαιρετική γυναίκα. Του έδινε όλα όσα θα επιθυμούσε ένας άνδρας. Την είχε ανάγκη. Την αγαπούσε σαν τρελός.

Την ήθελε.

Κεφάλαιο VII

Ο Ντρου δεν μπορούσε να κοιμηθεί.

Η συζήτηση με τον ΜακΚίντοκ τον είχε συγχύσει, περισσότερο από όσο πίστευε. Θεωρούσε ότι ήταν αρκετά σκληρός, για να μην επηρεάζεται από λεκτικές αψιμαχίες και, αντί γι’ αυτό, ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι να κοιτάζει το ταβάνι, ακούγοντας στωικά τον στεντόρειο ήχο του ξυπνητηριού μέσα στη νύχτα, το ξυπνητήρι το οποίο είχε τόσο πολύ συνηθίσει. Εκείνος που ασχολούταν κυρίως με τη θεωρητική Φυσική κάνοντας καταπληκτικά ταξίδια στις πιο δυσνόητες μαθηματικές διαδικασίες με σκοπό να αποδείξει τις αρχές που ορίζουν το Σύμπαν μπροστά στους φοιτητές τους, είχε στο κομοδίνο του ένα ξυπνητήρι με δείκτες και κουρδιστήρι. Το ξυπνητήρι ήταν για εκείνον μία ασφαλής αναφορά στα απλά πράγματα που λειτουργούν χωρίς δυσκολία, που πάντα λειτουργούσαν και, ίσως, χάρη σε μία απαρχαιωμένη τεχνολογία, που όμως γινόταν εύκολα κατανοητή κι εφαρμόσιμη κάτι που στον τομέα του ήταν αδύνατον. Αισθανόταν την ανάγκη να καταφύγει σε ένα σίγουρο λιμάνι, μετά από μία μέρα που πέρασε μέσα σε μία ασαφή θεωρία. Κι αυτό το λιμάνι ήταν το ξυπνητήρι. Εκείνη τη νύχτα, όμως, ο ήχος του δεν χαλάρωνε τον Ντρου αλλά επιβράδυνε τη γρήγορη πορεία των σκέψεών του.

Μέσα στην ημέρα, μεταξύ μαθημάτων, είχε αρχίσει να απαριθμεί σε λίστα τους συναδέλφους του που θα μπορούσαν να εμπλακούν στην έρευνα του φαινομένου. Έβαλε χωρίς δεύτερη σκέψη τον Νόμπου Κομπαγιάσι, ο οποίος με τις έρευνές του στην υψηλή ενέργεια είχε ήδη, μάλλον, τα εργαλεία για να δουλέψουν αποτελεσματικά πάνω στο πρόβλημα. Μετά, πρόσθεσε τον Ράντνι Καμαράντα, ικανό μαθηματικό που είχε αποδείξει ότι ήταν σε θέση να κατασκευάσει το μαθηματικό μοντέλο μίας πολύπλοκης φυσικής διαδικασίας σε ασήμαντο χρονικό διάστημα, σε σχέση με αυτό που θα έπρεπε να αφιερώσει ο μέσος επιστήμονας. Εφόσον το υπό μελέτη φαινόμενο ήταν αναμφίβολα συνδεδεμένο με την εκμετάλλευση του ιστού του χωροχρόνου, ένας σχετικιστής φυσικός μεγάλης αξίας, όπως ο Ντίτερ Σουλτς, θα το θεωρούσε σαν μία δουλειά κομμένη και ραμμένη για εκείνον. Επιπλέον, του ήταν χρήσιμο και το βασικό στοιχείο της ομάδας, κάποιος με το χάρισμα ενός τέτοιου ενστίκτου, ώστε να δει την αλήθεια κρυμμένη μέσα σε έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών και υποθέσεων. Κάποιον που, εκείνη τη στιγμή, θα μπορούσε να καταλάβει την πραγματική έννοια του φαινομένου και να συνδυάσει απευθείας τα σκόρπια στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, δείχνοντας τον δρόμο στους συναδέλφους του.

Ήξερε μόνο ένα πρόσωπο με αυτό το έμφυτο προτέρημα, το οποίο τον είχε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση. Η Τζάσμιν Νόβακ είχε δημοσιεύσει μερικές εργασίες, πάνω στη θεωρία των συμβολοσειρών μηδενικού μήκους, στις οποίες η ικανότητα να κατανοήσει αυτό που οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν ούτε να παρατηρήσουν, πρόβαλε τόσο πολύ ξεκάθαρα, που την έκανε να φαίνεται σαν υπεράνθρωπη. Ο Ντρου ήξερε ότι δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να την φτάσει και ήξερε, έτσι, ότι η Νόβακ ήταν το άτομο που θα μπορούσε να τους οδηγήσει στη λύση, μα η Νόβακ ήταν και γυναίκα, επίσης.

Εκείνος δεν τα κατάφερνε καλά στις σχέσεις του με τις γυναίκες και φοβόταν ότι δεν θα ήταν σε θέση να δουλέψει ήσυχα και παραγωγικά με μία επιστήμονα αυτού του βεληνεκούς. Επιπλέον, η Νόβακ ήταν τολμηρή κι επαναστάτρια, ένα πνεύμα που δεν δεχόταν να περιορίσει αυτό που ήταν μέσα της. Εκείνη έβλεπε τον δικό της δρόμο ως τον πιο σωστό και τον πιο πιθανό. Σε περίπτωση διαφωνίας ήταν ικανή να φύγει, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Εν ολίγοις, ήταν μία δύσκολη γυναίκα και εκείνος δεν ήξερε πώς να τη διαχειριστεί, αλλά τη χρειαζόταν. Την πρόσθεσε στο τέλος της λίστας, τελευταίο όνομα σε μία μικρή λίστα με επιστήμονες που θεωρούσε ότι θα ξυπνούσαν τις αρχές που ορίζουν αυτό το φυσικό φαινόμενο μίας μεταφοράς που θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, αρκεί μόνο να μπορούσαν να την καταλάβουν.

Ξανασκέφτηκε τον Κομπαγιάσι και την υψηλή ενέργεια. Εξάλλου, το πείραμα που έκανε να λειτουργήσει ο Μαρρόν, δεν χρησιμοποιούσε πάρα πολλή ενέργεια: όλα ήταν σε έναν πάγκο εργαστηρίου, αποτελούταν από μία γεννήτρια μερικών χιλιάδων Βολτ, δύο τροφοδοτικά χαμηλής τάσης, ηλεκτρόδια, πλακέτες ένα σωληνοειδές πηνίο και διάφορες συσκευές ρύθμισης, εκτός από τον υπολογιστή ελέγχου. Δεν φαινόταν να χρειάζονταν πολλά για να έχουν το αποτέλεσμα, αλλά ο Ντρου έλεγε στον εαυτό του ότι έπρεπε να φτάσουν στη λύση όσο πιο γρήγορα γινόταν

έτσι για να κερδίσει χρόνο, θα ήταν καλύτερο να έχει τους καλύτερους επιστήμονες.

<Όσο πιο γρήγορα γίνεται….>, είπε ξανά στον εαυτό του ο Ντρου. Αλλά κι έπειτα, γιατί; Για να φέρει τον ΜακΚίντοκ σε θέση να ξεκινήσει τη δραστηριότητά του ως διεθνής ταχυμεταφορέας, για να χρηματοδοτήσει το Πανεπιστήμιο; Αυτή φαινόταν να είναι πια η κατάληξη της ανακάλυψης, σκέφτηκε απελπισμένος. Αλλά δεν μπορούσε να τελειώσει όλο εδώ, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Στο τέλος, σκέφτηκε ότι το Πανεπιστήμιο μπορούσε να έχει την αποκλειστικότητα για τη χρήση του συστήματος, όσον αφορά την μεταφορά εμπορευμάτων, ενώ όλες οι άλλες εφαρμογές τους θα έπρεπε να είναι στη διάθεση όλων. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, για μία επιστημονική ανακάλυψη αυτού του επιπέδου.

Η μεταφορά προσώπων, για παράδειγμα, όπως στον περίφημο «διακτινισμό» που εμφανίζεται συχνά στις ιστορίες επιστημονικής φαντασίας, θα έπρεπε να είναι μία εφαρμογή πιο επαναστατική από την απλή μεταφορά αντικειμένων. Είχε αντιληφθεί μία άμεση διάδραση ανάμεσα στα άτομα που έμεναν σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους: μία επαγγελματική συνάντηση, θα μπορούσε να οργανωθεί λίγα λεπτά πριν την έναρξή της και να περιλαμβάνει άτομα που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλον τον κόσμο, τα οποία στο τέλος της συνάντησης θα επέστρεφαν, στη στιγμή, στις δουλειές τους.

Ένας ασθενής μπορούσε να θεραπευτεί από τους καλύτερους γιατρούς, ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο λειτουργούσαν συνήθως και χωρίς του συνήθεις χρόνους και τα συνήθη κόστη μεταφοράς.

Ο τόπος εργασίας ή σπουδών θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε, με ένα σύστημα μεταφορά σαν αυτό. Ο μπαμπάς θα μπορούσε να δουλεύει στο Σύδνεϋ, η μαμά στο Τορόντο, ο γιος να σπουδάζει στο Ντάλας και, όλοι μαζί, να πήγαιναν το βράδυ σε ένα εστιατόριο στη Βενετία.

Ο τρόπος ζωής θα άλλαζε ριζικά, με κοινωνικές επιπτώσεις αν το άφηναν να παραμείνει πολύπλοκο. Έπειτα, ήταν σωστό να δώσουν στον άνθρωπο ένα τέτοιο εργαλείο; Πώς θα το χρησιμοποιούσε; Οι πόλεμοι; Πώς θα γίνονταν; Τρομοκρατήθηκε στη σκέψη.

Όμως, ίσως, αν η μέθοδος μεταφοράς ήταν πράγματι στη διάθεση όλων, θα γινόταν η ίδια εμπόδιο στις πρακτικές προθέσεις του ατόμου. Η Γη θα έβρισκε μία νέα ισορροπία και μία νέα περίοδο ειρήνης. Ο άνθρωπος θα ήταν πιο ελεύθερος να σκέφτεται και να προοδεύει.

<Τι ουτοπικό!> είπε στον εαυτό του ο Ντρου. <Πώς μπορώ να αυταπατώμαι ότι, λόγω της ανακάλυψης αυτής, ο άνθρωπος θα γίνει καλός; Δεν ήταν ποτέ έτσι, σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, ανεξάρτητα από την καλοσύνη των εργαλείων που είχε στη διάθεσή του>.

Δεν υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει. Ήξερε ότι είχε στα χέρια του κάτι ασυνήθιστα επαναστατικό αλλά, αντί να είναι συνεπαρμένος και να νιώθει τη γεύση της επιτυχίας που θα λάμβανε, ήταν γεμάτος απόγνωση και πικρία. Ίσως η νέα ανακάλυψη να οδηγούσε τον κόσμο στην καταστροφή και τα ιστορικά βιβλία να έδειχναν τον ίδιο, τον Ντρου, ως τον βασικό υπεύθυνο γι’ αυτό, ως εκείνον που τα ξεκίνησε όλα.

Όμως, όμως…ήταν, επίσης, αλήθεια ότι παρά τα λάθη και τις τρέλες της, η ανθρωπότητα προχωρούσε, έτσι κι αλλιώς. Σίγουρα, παίρνοντας επάνω της τον τεράστιο απόηχο του θανάτου αθώων, αλλά η εξέλιξη προχωρούσε, είτε με την τεχνολογική πρόοδο είτε από άποψη ηθικής. Ποιος ξέρει αν κάποια στιγμή τα ανθρώπινα πλάσματα θα έδειχναν πιο πολλή λογική και περισσότερο σεβασμό στον διπλανό τους. Δεν το πίστευε πολύ, αλλά ποιος ήταν εκείνος για να αποφασίσει ποιο ήταν το καλό του ανθρώπινου είδους; Εκείνος ήταν ένας επιστήμονας που βρέθηκε εντελώς τυχαία μπροστά σε ένα απρόσμενο φαινόμενο, ή μάλλον καλύτερα, λόγω της οξυδέρκειας του φοιτητή του, το φαινόμενο αποκαλύφθηκε και τώρα ήταν έτοιμοι να το μελετήσουν. Χωρίς τον Μαρρόν, η ανακάλυψη, ίσως, να μην είχε έρθει ποτέ, δεδομένων των απόλυτα τυχαίων συνθηκών που συνέτρεξαν, και η ανθρωπότητα δεν θα μπορούσε να την μάθει ή να τη χρησιμοποιήσει, για καλό ή για κακό σκοπό.

Θα έπρεπε να εστιάσει με όλες του τις δυνάμεις στη μελέτη και στην κατάρτιση μίας θεωρίας που θα την εξηγούσε και θα την καθιστούσεαξιοποιήσιμη. Το όφειλε στην Επιστήμη, στον Μαρρόν και στον εαυτό του. Αν ο ΜακΚίντοκ ήθελε να τη χρησιμοποιήσει λίγο, για να στηρίξει το Πανεπιστήμιο, ας το έκανε. Το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ για τον Ντρου ήταν τα πάντα: του είχε δώσει δουλειά, τα τελευταία τριάντα χρόνια, μία δουλειά με κύρος με πολλά βραβεία Νομπέλ. Ήταν το σπίτι του για τις περισσότερες ώρες της ημέρας, σε σχέση με αυτές που έμενε στην κανονική κατοικία του, οι συνάδελφοι και οι φοιτητές του τον σέβονταν. Χάρη στο Πανεπιστήμιο μπορούσε να συνεργάζεται με άλλους επιστήμονες, όπως ο ίδιος, οι οποίοι συνεργάζονταν με τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της υφηλίου. Αισθανόταν υπόχρεος και το να δώσει έστω ένα μέρος της ανακάλυψης στο Πανεπιστήμιο του φαινόταν ένας τρόπος να το ξεπληρώσει.

Το ταβάνι δεν ήταν πιο μεγάλο μέσα στο σκοτάδι, όπως ήταν όλον αυτόν τον καιρό. Κρυφοκοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε ότι η ανατολή είχε ήδη διαλύσει τη νύχτα, ακτινοβολώντας ελκυστική και ανεβαίνοντας στο δικό του Μάντσεστερ, προοίμιο μίας εκθαμβωτικής αυγής. Η ίδια ανατολή που έζησε κατά τη διαλεύκανση του επιστημονικού μυστηρίου που με τους συναδέλφους του θα προσπαθούσε να μεταμορφώσει σε μία εκθαμβωτική αυγή μίας ανώτερης γνώσης, για την ανθρωπότητα.

Σηκώθηκε, χωρίς να νυστάζει καθόλου, και διαπίστωσε ότι πεινούσε πολύ. Ετοίμασε στον εαυτό του ένα περιεκτικό γεύμα και το κατανάλωσε με ευχαρίστηση, σκεπτόμενος στο μεταξύ, την καταλληλότερη ώρα για να καλέσει τους συναδέλφους του, που είχε επιλέξει για την έρευνα. Ο Κομπαγιάσι έπρεπε να κληθεί άμεσα, δεδομένου ότι στην Οσάκα ήταν, ήδη, μεσημέρι. Ο Καμαράντα ακολουθούσε αμέσως μετά, εφόσον λειτουργούσε στη Ραϊπούρ, της βορειοδυτικής Ινδίας. Ο Σουλτς στη Χαϊδελβέργη και η Νόβακ στο Όσλο ήταν πολύ κοντά του, από πλευράς ζώνης ώρας, έτσι θα τους καλούσε το μεσημέρι.

Ντύθηκε και βγήκε στην αυγή, πηγαίνοντας στο Πανεπιστήμιο και στο ξεκίνημα μίας περιπέτειας που θα τον οδηγούσε σε μέρη που ούτε καν είχε φανταστεί.

Κεφάλαιο VIII

Ο Ντρου έφτασε στο γραφείο του, αφού διασχίζοντας άδεια προαύλια και βαδίζοντας σε έρημους διαδρόμους. Ήταν πολύ νωρίς ακόμη, για να δει τριγύρω φοιτητές, υπαλλήλους και καθηγητές, αλλά κι άλλες φορές είχε πάει πολύ νωρίς το πρωί στο Πανεπιστήμιο. Του άρεσε να ζει εκείνη τη στιγμή στην οποία το τεράστιο Πανεπιστήμιο έμοιαζε να κοιμάται στο ομιχλώδες πρωινό, σαν φάλαινα απλωμένη για να ξεκουραστεί, αλλά με το βάρος της ισχύος της που σε λίγο θα έμπαινε σε δράση. Βρήκε αμέσως τον αριθμό του Κομπαγιάσι στην ατζέντα του και τον κάλεσε. Απάντησε μία ευγενική γυναίκεια φωνή, στα γιαπωνέζικα.

<Μoshi moshi>

<Drew desu ga, Kobayashi-san onegaishimasu?>

απάντησε ο Ντρου με τα φτωχά του γιαπωνέζικα.

<Καλημέρα, Καθηγητά Ντρου>, η συνομιλήτριά του άλλαξε αμέσως σε αγγλικά, αναγνωρίζοντάς τον. <Είμαι η Μαόκο. Ο Καθηγητής Κομπαγιάσι μου έχει μιλήσει για εσάς. Δυστυχώς, τώρα είναι σε διάλεξη και θα τελειώσει σε λίγο. Λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να σας συνδέσω αμέσως μαζί του, Καθηγητά>.

Ο Ντρου θυμήθηκε ότι όταν τον συνάντησε τελευταία φορά, μερικούς μήνες πριν σε κάποιο συνέδριο, ο Κομπαγιάσι του είχε μιλήσει για εκείνη την πανέξυπνη τελειόφοιτη, τη Μαόκο Γιαμαζάκι, που είχε υπερπηδήσει στάδια και θα αποφοιτούσε νωρίτερα, σε σχέση με τον κανονικό χρόνο. Ήταν χαρά του να μιλά με ένα άτομο τόσο χαρισματικό και, ταυτόχρονα, εκτιμούσε την εξαιρετική παιδεία που επιδείκνυαν οι Ιάπωνες στις συζητήσεις τους. Η κοπέλα λυπόταν πραγματικά που δεν μπορούσε να τον συνδέσει με τον Κομπαγιάσι, δεν το προσποιούταν με υποκρισία, όπως θα έκανε κάποιος Δυτικός.

<Ευχαριστώ για την ευγένειά σας, Μαόκο-Σαν

. Θα είχατε την καλοσύνη να του πείτε να με καλέσει μόλις επιστρέψει; Είναι πολύ σημαντικό>, ρώτησε ευχαριστημένος ο Ντρου.

<Φυσικά, καθηγητά. Μπορείτε να μου αφήσετε τον αριθμό σας… Α! Ήρθε ο καθηγητής Κομπαγιάσι! Σας συνδέω αμέσως. Καλή σας ημέρα!>

«Απίθανη» σκέφτηκε ο Ντρου, «η Μαόκο ήξερε ότι ο Κομπαγιάσι θα επέστρεφε εντός ολίγου γι’ αυτό ένιωθε τύψεις. Ένας δυτικός θα έλεγε, απλά: “Περιμένετε μία στιγμή να επιστρέψει”. Πραγματικά, έχουμε πολλά να μάθουμε από τους Ιάπωνες, από άποψης παιδείας».

<Ντρου-Σαν, φίλε μου!> αναφώνησε με χαρά ο Κομπαγιάσι στο τηλέφωνο. <Τι σε έκανε να καλέσεις έναν λάτρη του ρυζιού, σαν τον εαυτό μου;»

<Γεια σου, Κομπαγιάσι. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου για μία πολύ πολύπλοκη έρευνα. Έχεις χρόνο να μου διαθέσεις;>

<Φυσικά, Ντρου-Σαν. Μόλις τελείωσα μία εργασία για τον νέο επιταχυντή σωματιδίων, στην Τσίμπα και έχω λίγες εβδομάδες άδεια. Τι, ακριβώς, χρειάζεσαι;>

<Πέτυχα ένα περίεργο φαινόμενο που απαιτεί εμβάθυνση. Εκδηλώνεται μόνο παρουσία πολύ συγκεκριμένων ποσοτήτων ενέργειας και θα ήθελα να καταλάβω τον μηχανισμό που το ορίζει. Εφόσον εσύ δουλεύεις καθημερινά με τα επίπεδα ενέργειας που με ενδιαφέρουν, πιστεύω ότι θα μπορούσες να ασχοληθείς με αυτό το μέρος της έρευνας. Τι λες;>

Ο Κομπαγιάσι ένιωσε κολακευμένος.

<Με τιμά αυτό που ζητάς. Πώς σκέφτεσαι να προχωρήσεις;>

<Πρώτα από όλα, είναι απαραίτητο να έρθεις στο Μάντσεστερ, έτσι ώστε να σου δείξω τους τρόπους εκδήλωσης του φαινομένου και τον εξοπλισμό που το παρήγαγε. Μετά, μαζί με άλλους επιστήμονες της ομάδας ερευνών, την οποία φτιάχνω, θα προσπαθήσουμε να φτάσουμε σε μία θεωρία που να εξηγεί τον τρόπο λειτουργίας του. Συμφωνείς;>

<Φυσικά, Ντρου Σαν. Ποιοι είναι οι άλλοι;>

<Ο Καμαράντα για τα μαθηματικά, ο Σουλτς για τη Θεωρία της Σχετικότητας και εεε..., η Νόβακ για την τελική δομή του υλικού>.

<Η Νόβακ; Η Τζάσμιν Νόβακ;>, εξερράγη ο Κομπαγιάσι, αλλά συνήλθε αμέσως.

<Ντρου-Σαν, φίλε μου, ξέρεις ότι είχα δυσάρεστες συζητήσεις με την Τζάσμιν Νόβακ. Δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί της. Στο τελευταίο συνέδριο, στη Βέρνη, στο τέλος της επίδειξής μου, σηκώθηκε μέσα στον κόσμο και διαμαρτυρήθηκε: «Καθηγητά Κομπαγιάσι, εσείς έχετε πειστεί για αυτά που λέτε; Στην επίδειξή σας συνάντησα τρία, ξαναλέω τρία, ουσιαστικά λάθη υπολογισμού…» κι από εκεί ξεκίνησε να αποσυνθέτει κομμάτι-κομμάτι τη μελέτη μου, με τους επιστήμονες του κοινού, οι οποίοι την άκουγαν σαν να ήταν προφήτης κι εγώ να φαίνομαι σαν πρωτάρης. Σε παρακαλώ, Ντρου-Σαν, δεν έχεις εναλλακτική;>

Ο Ντρου ήξερε το κατόρθωμα ενάντια στον Κομπαγιάσι, αλλά όχι, δεν είχε εναλλακτική.

<Νόμπου- Σαν, αγαπητέ μου φίλε, εσύ είσαι ο καλύτερος στον τομέα σου και κανείς δεν μπορεί να σε φτάσει. Η Νόβακ είναι ένας δύσκολος χαρακτήρας, αλλά έχει και ένα εξαιρετικό μυαλό. Ακριβώς γι’ αυτό κατάφερε να βρει στη μελέτη σου μερικά σημεία που εκείνη έκρινε ως «ουσιαστικά λάθη», αλλά τα οποία αντίθετα, υπό μία κανονική ματιά, αποδεικνύονταν λεπτομέρειες που διορθώνονταν. Χρειαζόμαστε ένα μυαλό ακριβώς σαν το δικό της στην ομάδα μας. Πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις;>

Ο Κομπαγιάσι συμβιβάστηκε.

<Εντάξει, Ντρου-Σαν, φίλε μου. Θα το κάνω για σένα και για την Επιστήμη. Ωστόσο σου ζητώ να μου επιτρέψεις να φέρω και τη Μαόκο-Σαν. Είναι πολύ ικανή και θα με βοηθήσει να αντέξω την Τζάσμιν-Σαν>.

Ο Ντρου ήταν περιχαρής.

<Πολύ όμορφα, Νόμπου-Σαν. Θα είναι τιμή μου να έχω στην ομάδα μου μία ικανή φοιτήτρια, όπως η δεσποινίς Γιαμαζάκι. Σε πληροφορώ ότι, εντός λίγων ωρών, θα ορίσω την ημερομηνία της συνάντησης εδώ στο Μάντσεστερ. Σε ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου>.

<Εγώ σε ευχαριστώ, Ντρου-Σαν. Εύχομαι να σε ξανακούσω σύντομα. Konnichiwa!

>

<Konnichiwa, Νόμπου-Σαν!>

Ο Ντρου ήταν υπέρμετρα ανακουφισμένος που εξασφάλισε τη συμμετοχή του Κομπαγιάσι, παρά τις δυσκολίες που ήξερε ότι υπήρχαν και η λύση του να συμπεριλάβουν στην ομάδα τη Μαόκο, την οποία θεωρούσε συνάδελφο, ήταν το δυνατό χαρτί για μία αποδεκτή συνύπαρξη στο εσωτερικό της ερευνητικής ομάδας.

Η ιαπωνική κουλτούρα ακόμη θεωρούσε ότι η γυναίκα είχε κατώτερη θέση από τον άντρα, έτσι ήταν φυσικό ότι ο Κομπαγιάσι δεν έβλεπε με καλό μάτι την πολύ χειραφετημένη Τζάσμιν Νόβακ. Η Μαόκο θα έδινε στον Κομπαγιάσι την εντύπωση ότι εκείνος είχε τον έλεγχο και, ταυτόχρονα, θα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά τη Νόβακ, τόσο σε επιστημονικό όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο, για την ηρεμία όλων και για να ολοκληρωθεί το εγχείρημα.

Τώρα, ο Καμαράντα.