banner banner banner
Οι Απόκληροι
Οι Απόκληροι
Оценить:
Рейтинг: 0

Полная версия:

Οι Απόκληροι

скачать книгу бесплатно

Οι Απόκληροι
Owen Jones

Ο Χενγκ Λι άρχισε να νιώθει περίεργα ξαφνικά, οπότε πάει στην τοπική σαμάνο, που τυχαίνει να είναι θεία τους. Του κάνει μερικές εξετάσεις κι αποφασίζει ότι ο Χενγκ δεν έχει αίμα, αλλά πώς θα το πει στην οικογένειά του και τι θα κάνουν γι' αυτό; Ο Χενγκ Λι είναι γιδοβοσκός στα απομακρυσμένα βουνά στα βορειοανατολικά του Τσιάνγκ Ράι στη βόρεια Ταϊλάνδη, πολύ οντά στα σύνορα με το Λάος. Είναι μία πολύ κλειστή κοινωνία όπου όλοι γνωρίζονται. Ο Χενγκ αρρωσταίνει ξαφνικά, αλλά όχι τόσο άρρωστος ώστε να μη βγάζει τις κατσίκες έξω, όπου μία μέρα πάει να δει την τοπική σαμάνο, επειδή άρχισε να λιποθυμά. Δεν υπάρχουν γιατροί κοντά κι η σαμάνος ήταν καλή εδώ και αιώνες. Η σαμάνος παίρνει μερικά δείγματα και βγάζει το συμπέρασμα ότι τα νεφρά του Χενγκ έχουν σταματήσει να λειτουργούν κι έχει λίγο χρόνο ζωής. Δίνεται μάχη να σωθεί η ζωή του Χενγκ, αλλά υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες. Τι θα απογίνουν ο Χενγκ, η οικογένειά του κι η υπόλοιπη κοινωνία, αν ακολουθήσει τη συμβουλή της σαμάνου;

1 Οι Απόκληροι

Η Χιουμοριστική Ιστορίας Μίας Σύγχρονης Οικογένειας Βριολάκων

του

1 Όουεν Τζόουνς

Μετάφραση:

1 Ελένη Γούλα

Πνευματικά δικαιώματα: Όουεν Τζόουνς, ©2021

1  Περιεχόμενα

1. Η Αρρώστια του κυρίου Λι

2. Το δίλημμα της οικογένειας Λι

3. Ο Βρικόλακας Χενγκ

4. Ο Δρόμος προς την Ανάρρωση

5. Είναι άνθρωπος; Είναι πουλί;

6. Ο Χενγκ επιστρέφει στη δουλειά

7. Ο Χενγκ επεκτείνει τη δίαιτά του

8. Τα πειράματα του Χενγκ

9. Καλεσμένοι

10. Μία Νέα Οικογενειακή Επιχείρηση

11. Το Μονοπάτι των Χίπις

12. Διάλειμμα

13. Άντρας και Γυναίκα Νυχτερίδα

14. Η Κοινότητα των Νυχτερίδων Μεγαλώνει

15. Το Πρώτο Συμβούλιο των Νυχτερίδων

1 Γλωσσάρι

Το Κρίνο της Μπανγκόκ

Σχετικά με τον συγγραφέα

Επικοινωνήστε μαζί μου ως εξής:

http://facebook.com/angunjones (http://facebook.com/angunjones)

http://twitter.com/lekwilliams (http://twitter.com/lekwilliams)

owen@behind-the-smile.org (mailto:owen@behind-the-smile.org)

http://owencerijones.com (http://owencerijones.com/)

Συμμετέχετε στο newsletter για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα βιβλία και τη συγγραφή του Owen γράφοντας το email σας:

https://meganthemisconception.com (https://meganthemisconception.com/)

1 1. Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΛΙ

Ο κύριος Λι, ή ο Ηλικιωμένος Κύριος Λι, όπως τον ξέρουν οι ντόπιοι, ένιωθε παράξενα για εβδομάδες και επειδή η τοπική κοινωνία ήταν μικρή και απομονωμένη, όλοι όσοι ήταν κοντά του το γνώριζαν. Συμβουλεύτηκε ντόπιο γιατρό, της παλιάς σχολής, όχι σύγχρονο γιατρό, και του είπε ότι η θερμοκρασία του σώματός του δεν ήταν ισορροπημένη γιατί κάτι επηρέαζε το αίμα του. Η γυναίκα, η ντόπια σαμάνος, θεία του κυρίου Λι, δεν ήταν αρκετά σίγουρη για τον λόγο, αλλά υποσχέθηκε ότι θα γνωρίζει σε περίπου 24 ώρες, αν άφηνε δείγματα για να τα μελετήσει και επέστρεψε όταν έστειλε να τον φωνάξουν. Η σαμάνος έδωσε στον κύριο Λι μία μάζα από βρύα και πέτρες. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει διότι το είχε κάνει ξανά, οπότε κατούρησε στα βρύα και έφτυσε την πέτρα αφού ξερόβηξε δυνατά. Τα έδωσε πίσω με ευλάβεια και προσέχοντας μην τα ακουμπήσει και τα μολύνει, τα τύλιξε ευλαβικά σε ξεχωριστά κομμάτια μπανανόφλουδας για να διατηρήσουν την υγρασία τους όσο το δυνατόν περισσότερο. «Δώσε τους μία μέρα να σαπίσουν και να ξεραθούν, μετά θα τα μελετήσω και θα δω τι σου συμβαίνει». «Ευχαριστώ, θεία Ντα, εννοώ, Σαμάνε Ντα. Θα περιμένω να με καλέσεις και θα έρθω αμέσως μόλις με καλέσεις». «Περίμενε εκεί, παλικάρι μου, δεν τελείωσα ακόμα μαζί σου». Η Ντα γύρισε και πήρε ένα πήλινο σκεύος από το ράφι. Το άνοιξε, ήπιε δύο γουλιές και μετά έφτυσε την τελευταία στον ηλικιωμένο Λι. Καθώς η Ντα προσευχόταν στους θεούς της, ο κύριος Λι σκεφτόταν ότι ξέχασε τον «εξαγνισμό»-μισούσε να τον φτύνουν όλοι, κι ειδικά ηλικιωμένες με σάπια δόντια. «Αυτό το αλκοολούχο σπρέι κι η προσευχή θα σε ηρεμήσει μέχρι να βρούμε το πρόβλημα,» τον διαβεβαίωσε. Η Σαμάνος Ντα σηκώθηκε από τη θέση λωτό του χωμάτινου εδάφους του ιατρικού ιερού, έβαλε το χέρι της γύρω από τον ανιψιό της και τον οδήγησε έξω, στρίβοντας τσιγάρο στον δρόμο. Μόλις βγήκαν έξω, το άναψε, τράβηξε μία μεγάλη ρουφηξιά κι ένιωσε τον καπνό στους πνεύμονές της. «Πώς είναι η γυναίκα σου και τα αξιαγάπητα παιδιά σου;» «Είναι όλοι καλά, θεία Ντα, αλλά ανησυχούν για την υγεία μου. Νιώθω αδιάθετος εδώ και καιρό και δεν έχω αρρωστήσει σε όλη μου τη ζωή, όπως ξέρεις.» «Όχι, εμείς οι Λι είμαστε σκληρή φάρα. Ο πατέρας σου, ο αγαπημένος μου αδερφός, θα ήταν μία χαρά τώρα αν δεν είχε πεθάνει από τη γρίπη. Ήταν δυνατός σαν βουβάλι. Του μοιάζεις, αλλά δεν τον πυροβόλησαν. Νομίζω ότι αυτό φταίει, η σφαίρα του Γιάνκη». Ο κύριος Λι το είχε περάσει αυτό εκατοντάδες φορές, αλλά δεν μπορούσε να την πείσει, οπότε απλώς έγνεψε, άφησε στη θεία του ένα χαρτονόμισμα των 50 μπατ και ξεκίνησε για τη φάρμα του που ήταν μόλις μερικές εκατοντάδες γιάρδες έξω από το χωριό.

Ένιωθε ήδη πολύ καλύτερα, οπότε άρχισε να περπατάει πιο ευδιάθετα για το αποδείξει σε όλους.

Ο ηλικιωμένος κύριος Λι εμπιστευόταν την αρχαία θεία του Ντα, όπως κι όλη η κοινότητα,

που αποτελούταν από ένα μικρό χωριό με 500 σπίτια και μερικές δωδεκάδες απομακρυσμένες φάρμες.

Η θεία του Ντα ανέλαβε ως Σαμάνος του χωριού όταν ήταν αγόρι και δεν υπήρχαν πολλοί που να θυμούνται τον προηγούμενο. Ποτέ δεν είχαν επαγγελματία γιατρό στο χωριό.

Δεν σημαίνει ότι δεν είχαν πρόσβαση σε γιατρό, αλλά ήταν ελάχιστοι και μακριά-ο πιο κοντινός μόνιμος γιατρός ήταν στην πόλη, 75 χιλιόμετρα μακριά και δεν υπήρχαν λεωφορεία, ταξί ή τρένα στα βουνά που ζούσαν στη βορειοανατολική Ταϊλάνδη. Εκτός αυτού, οι γιατροί ήταν ακριβοί και έδιναν ακριβά φάρμακα, όπου όλοι υπέθεταν ότι κέρδιζαν έτσι υψηλές προμήθειες. Υπήρχε, επίσης, μία κλινική μερικά χωριά παρακάτω, που είχε μόνο μία νοσοκόμα πλήρους απασχόλησης κι έναν γιατρό μερικής απασχόλησης που δουλεύει εκεί μία μέρα το δεκαπενθήμερο.

Οι άνθρωποι του χωριού, όπως ο κύριος Λι, νόμιζαν ότι ήταν εντάξει για τους πλούσιους αστούς, αλλά δεν τους ήταν χρήσιμοι. Πώς μπορεί ένας αγρότης να πάρει μία μέρα ρεπό, να προσλάβει κάποιον άλλον για την ίδια δουλειά και να πάει στον γιατρό; Αν έβρισκαν κάποιον με αμάξι, καλώς, αν και υπήρχαν λίγα παλιά τρακτέρ εντός δέκα χιλιομέτρων.

Όχι, σκέφτηκε, η θεία του ήταν αρκετά καλή για όλους και γι' αυτόν, κι εξάλλου, δεν είχε αφήσει κανέναν να πεθάνει που δεν είχε έρθει η ώρα του και φυσικά δεν είχε σκοτώσει κανέναν, όλοι το ορκίζονται.

Όλοι.

Ο κύριος Λι ήταν περήφανος για τη θεία του και δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική για χιλιόμετρα και σίγουρα κανείς με την εμπειρία της. Κανείς δεν ήξερε την πραγματική της ηλικία, ούτε καν η ίδια, αλλά πολύ πιθανόν να είναι 90.

Ο κύριος Λι έφτασε στην αυλή του σπιτιού του μ' αυτές τις σκέψεις στο μυαλό. Ήθελε να το συζητήσει με τη γυναίκα του, επειδή, αν και φαινόταν ότι ήταν ο αρχηγός της οικογένειας, όπως και σε κάθε οικογένεια, ήταν μόνο επίφαση διότι στην πραγματικότητα όλα τα μέλη της οικογένειας έπαιρναν αποφάσεις συλλογικά, ή τουλάχιστον οι ενήλικες.

Θα ήταν μία αξιομνημόνευτη μέρα καθώς οι Λι ποτέ δεν είχαν περάσει κάποια «κρίση» και τα δύο τους παιδιά, που δεν ήταν πια παιδιά, είχαν κι αυτά λόγο. Θα γραφόταν ιστορία κι ο κύριος Λι το ήξερε.

«Μαντ», φώναξε, χαϊδευτικό της γυναίκας του καθώς το πρωτότοκο παιδί τους δεν μπόρεσε να πει «Μητέρα».«Μαντ, είσαι εκεί;»

«Ναι, είμαι στην πίσω αυλή».

Ο Λι περίμενε λίγο μέχρι να γυρίσει από την τουαλέτα, αλλά ήταν ζεστά κι αποπνικτικά μέσα, οπότε πήγε στην μπροστινή αυλή και κάθισε στο μεγάλο οικογενειακό τραπέζι με στέγη από χορτάρι όπου έτρωγαν οικογενειακώς και κάθονταν αν είχαν ελεύθερο χώρο.

Το αληθινό όνομα της κυρίας Λι ήταν Γουάν, αν κι ο σύζυγός της τη φώναζε Μαντ στοργικά καθώς το μεγαλύτερο παιδί τους την έλεγε έτσι και του κόλλησε του κυρίου Λι, αλλά όχι των παιδιών. Κατάγεται από το χωριό Μπααν Νουά, όπως κι ο Λι, αλλά οι δικοί της δεν είχαν πάει πουθενά, ενώ η οικογένεια του Λι είχε έρθει από την Κίνα δύο γενιές πριν, αν και αυτή η πατρίδα δεν ήταν πολύ μακριά.

Ήταν σαν τις άλλες γυναίκες της περιοχής. Στα νιάτα της, ήταν όμορφο κορίτσι, αλλά τα κορίτσια δεν είχα πολλές ευκαιρίες στο παρελθόν ούτε τις ενθάρρυναν να είναι φιλόδοξες, όχι ότι τα πράγματα άλλαξαν πολύ και για την κόρη της ακόμα και μετά από είκοσι χρόνια. Η κυρία Λι ήταν ικανοποιημένη να βρει σύζυγο μετά το σχολείο, οπότε όταν ο Χενγκ Λι τη ζήτησε σε γάμο κι έδειξε στους γονείς της τα λεφτά που είχε στην τράπεζα, σκέφτηκε ότι ήταν το καλύτερο κελεπούρι από τους ντόπιους. Δεν είχε, επίσης, την επιθυμία να ξεφύγει από τους φίλους και τους συγγενείς για να πάει στην πόλη να διευρύνει τους ορίζοντες της.

Αγάπησε τον Χενγκ Λι με τον δικό της τρόπο, αν κι η ερωτική επιθυμία καταλάγιασε γρήγορα στη σύντομη ερωτική ζωή τους και τώρα ήταν περισσότερο συνέταιρος παρά σύζυγος στην οικογενειακή επιχείρηση, αφοσιωμένη στην επιβίωση αυτών και των δύο παιδιών τους.

Η Γουάν δεν έψαξε ποτέ εραστή, αν κι είχε προτάσεις πριν και μετά τον γάμο της. Τότε, είχε εξοργιστεί, αλλά τώρα αναπολεί αυτές τις στιγμές με τρυφερότητα. Ο Λι ήταν ο πρώτος της κι ο μοναδικός, και σίγουρα θα είναι ο τελευταίος της, αλλά δεν το μετανιώνει.

Όνειρό της είναι να δει και να φροντίσει τα εγγόνια που τα παιδιά της σίγουρα θα θέλουν με το πλήρωμα του χρόνου, παρόλο που δεν ήθελε, ειδικά η κόρη της, να βιαστεί να παντρευτεί όπως αυτή. Ήξερε ότι τα παιδιά της θα έκαναν σύντομα παιδιά, αν μπορούσαν, επειδή ήταν ο μόνος τρόπος να έχουν οικονομική ασφάλεια σε μεγάλη ηλικία και την ευκαιρία να διαμορφώσουν την οικογενειακή φήμη.

Η κυρία Λι ενδιαφερόταν για την οικογένεια, την υπόληψη και την τιμή, αλλά δεν χρειαζόταν άλλα υλικά αγαθά. Είχε μάθει χωρίς αυτά εδώ και αρκετό καιρό που δεν την ένοιαζε πλέον.

Είχε ήδη κινητό τηλέφωνο και τηλεόραση, αλλά το σήμα δεν ήταν καλό και δεν μπορούσε να κάνει κάτι παρά να περιμένει την κυβέρνηση να αναβαθμίσει το τοπικό δίκτυο, που σίγουρα θα συμβεί μία μέρα, αν όχι σύντομα. Δεν ήθελε αμάξι επειδή δεν ήθελε να πάει πουθενά κι εξάλλου, οι δρόμοι δεν ήταν πολύ καλοί.

Ωστόσο, δεν ήταν μόνο αυτό, τα άτομα της ηλικίας και της θέσης της πίστευαν ότι το αμάξι είναι άπιαστο όνειρο κι έπαψαν να το επιθυμούν εδώ και δεκαετίες. Με άλλα λόγια, ήταν ικανοποιημένη με το ποδήλατο και το παλιό μηχανάκι που ήταν τα μέσα μεταφοράς της οικογένειας.

Δεν ποθούσε ούτε χρυσό ούτε μοντέρνα ρούχα πια, καθώς το μεγάλωμα δύο παιδιών με τον μισθό ενός αγρότη το κατέστη αδύνατο χρόνια πριν. Εκτός απ' όλα αυτά, η κυρία Λι ήταν μία χαρούμενη γυναίκα που αγαπούσε την οικογένειά της κι ήθελε να μείνει εκεί πού είναι κι όπως είναι, μέχρι να την καλέσει ο Βούδας να πάει στο σπίτι.

Ο κύριος Λι έβλεπε τη γυναίκα του να πηγαίνει προς αυτόν, έφτιαχνε το σαρόνγκ της, αλλά εξωτερικά, υπέθεσε, κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν θα ρωτούσε ποτέ. Κάθισε στην άκρη του τραπεζιού και στριφογύρισε τα πόδια της για να κάτσει σαν γοργόνα σε δανέζικο βράχο.

«Τι είπε η γριά καρακάξα;»

«Έλα, Μαντ, δεν είναι τόσο κακή! Εντάξει, εσείς οι δύο ποτέ δεν τα πηγαίνατε καλά, αλλά μερικές φορές έτσι γίνεται, σωστά; Ποτέ δεν λέει κακή κουβέντα για σένα και πριν μισή ώρα ρωτούσε για την υγεία των παιδιών και τη δική σου».

«Πόσο χαζός είσαι μερικές φορές, Χενγκ. Μιλά για μένα και σε μένα με ωραία λόγια όταν υπάρχουν άνθρωποι γύρω, αλλά όποτε είμαστε μόνες μας, μου συμπεριφέρεται σαν σκουπίδι και πάντα το έκανε. Με μισεί, αλλά είναι πολύ ύπουλη για να σε αφήσει να το δεις αυτό, διότι ξέρει ότι θα πάρεις το μέρος μου κι όχι το δικό της. Εσείς οι άντρες πιστεύετε ότι είστε σοφοί, αλλά δεν ξέρετε τι γίνεται κάτω από τη μύτη σας.

Με έχει κατηγορήσει για πολλά πράγματα με την πάροδο των χρόνων: για ακατάστατο σπίτι, ότι δεν πλένω τα παιδιά και μία φορά μου είπε ότι το φαγητό μου μύριζε λες κι είχα βάλει περιττώματα κατσίκας για γεύση!

Δεν ξέρεις ούτε τα μισά, αλλά δεν πιστεύεις ούτε την ίδια σου τη γυναίκα; Ναι, μπορείς να χαμογελάς, αλλά δεν ήταν αστείο για μένα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Τέλος πάντων, τι σου είπε;»

«Στην πραγματικότητα τίποτα, ήταν ένας ιατρικός έλεγχος, η ίδια παλιά ρουτίνα. Ξέρεις, να κατουρήσω σε λίγα βρύα, να φτύσω σε μία πέτρα και με ψέκασε με αλκοόλ με το πλατύ γέρικο στόμα της. Με ανατριχιάζει η σκέψη. Είπε ότι θα μου πει αύριο, όταν μάθει το αποτέλεσμα.

Πού είναι τα παιδιά; Δεν θα έπρεπε να πάρουν μέρος στην οικογενειακή συζήτηση;»

«Δεν νομίζω. Εξάλλου, δεν ξέρουμε τίποτα ακόμη, ξέρουμε; Έχεις καμία ιδέα;»

«Όχι. Έλεγα να πάω για μασάζ στην Κινεζούλα που ίσως βοηθήσει αν το πάει χαλαρά. Εκπαιδεύτηκε στη βόρεια Ταϊλάνδη και είναι λίγο άγρια, έτσι λένε. Ειδικά έτσι όπως είμαι μέσα μου. Ίσως βελτιωθώ με μαλακό τρίψιμο, τι πιστεύεις κι εσύ, καλή μου;»

«Ναι, ξέρω τι εννοείς με το μαλακό τρίψιμο. Αν είναι έτσι, γιατί δεν ζητάς από τον θείο σου να το κάνει; Γιατί να επιλέξεις μία νέα γυναίκα;»

«Δεν μου αρέσουν τα αντρικά χέρια πάνω μου. Στο έχω εξηγήσει ξανά πριν, αλλά αν σε αναστατώνει, δεν θα πάω για μασάζ».

«Δεν λέω ότι δεν μπορείς να πας! Για όνομα, δεν θα μπορούσα να σε εμποδίσω να πας οπουδήποτε! Παρ' όλα αυτά, όπως λες, λένε ότι είναι λίγο σκληρή και μπορεί να σου κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να μην πας μέχρι να μάθουμε νέα από τη θεία σου».

«Ναι, μάλλον έχεις δίκιο. Δεν μου είπες πού είναι τα παιδιά».

«Δεν είμαι σίγουρη, νόμιζα ότι θα είχαν επιστρέψει μέχρι τώρα. Βγήκαν μαζί για να πάνε σε γενέθλια ή κάτι τέτοιο το σαββατοκύριακο».

Οι Λι είχαν δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, κι ένιωθαν τυχεροί γι' αυτό, επειδή προσπαθούσαν να κάνουν παιδί για δέκα χρόνια πριν κάνουν το αγόρι. Ήταν είκοσι και δεκαέξι ετών αντίστοιχα, οπότε ο κύριος κι η κυρία Λι έχουν παραιτηθεί από την ιδέα να κάνουν κι άλλα παιδιά.

Είχαν σταματήσει να προσπαθούν εδώ και καιρό.

Ωστόσο, ήταν καλά, σεβαστά κι υπάκουα παιδιά κι έκαναν περήφανα τους γονείς τους ή τουλάχιστον, αυτά που ήξεραν οι γονείς τους έκαναν περήφανους, διότι ήταν σαν τα υπόλοιπα αξιοπρεπή παιδιά: 90% καλά, αλλά μπορούσαν να κάνουν αταξίες κι είχαν μυστικές σκέψεις που οι γονείς τους δεν θα ενέκριναν.

Ο άρχοντας Λι, ο γιος, Ντεν ή αλλιώς ο Νεαρός Λι, μόλις είχε γίνει είκοσι και είχε τελειώσει το σχολείο σχεδόν δύο χρόνια. Αυτός, όπως κι η αδερφή του, πέρασαν χαρούμενη παιδική ηλικία, αλλά άρχισε να συνειδητοποιεί το γεγονός ότι ο πατέρας του έχει σχεδιάσει μία δύσκολη ζωή γι' αυτόν, όχι ότι δεν είχε δουλέψει στη ζωή του πριν και μετά το σχολείο. Όμως, τότε υπήρχε χρόνος για ποδόσφαιρο, πινγκ-πονγκ και κορίτσια στους σχολικούς χορούς.

Όλα τελείωσαν τώρα όπως κι οι προοπτικές για τη σεξουαλική του ζωή, όχι ότι είχε να καυχηθεί για πολλά πράγματα; σπάνια φιλιά και ψάξιμο, αλλά τώρα δεν είχε τίποτα για σχεδόν δύο χρόνια. Ο Ντεν θα έφευγε για την πόλη αμέσως, αν γνώριζε τι θα έκανε εκεί, αλλά δεν είχε κάποια φιλοδοξία εκτός από το να κάνει συχνά σεξ.

Οι ορμόνες του είχαν φέρει τα πάνω κάτω σε βαθμό που κάποιες από τις κατσίκες του φαίνονταν ελκυστικές, κάτι που τον ανησυχούσε πολύ.

Ήξερε ότι θα έπρεπε να παντρευτεί αν ήθελε να έχει φυσιολογική σχέση με μία γυναίκα.

Ο γάμος, αν κι είχε το κόστος του να κάνεις παιδιά, φαινόταν πολύ ελκυστικός.

Η δεσποινίς Λι, γνωστή ως Ντιν, ήταν μία όμορφη δεκαεξάχρονη, που τελείωσε το σχολείο το καλοκαίρι και σπούδαζε δύο χρόνια λιγότερο από τον αδερφό της, που ήταν αρκετά φυσιολογικό στην περιοχή. Όχι επειδή ήταν λιγότερο έξυπνη, αλλά επειδή γονείς και κορίτσια υπέθεταν ότι όσο

νωρίτερα έκανε κάποιος οικογένεια, τόσο το καλύτερο. Ήταν, επίσης, πιο εύκολο να βρει σύζυγο μία κοπέλα μικρότερη των 20 ετών παρά μεγαλύτερη. Η Ντιν αποδεχόταν αυτή την παραδοσιακή σοφία αναντίρρητα, παρά τις αμφιβολίες της μητέρας της.

Δούλευε πριν και μετά το σχολείο σε όλη της τη ζωή κι ίσως πιο σκληρά από τον αδερφό της, αν και δεν θα το έβλεπε ποτέ, αφού οι γυναίκες ήταν ουσιαστικά εργατικές δούλες παντού.

Ωστόσο, η Ντιν είχε φιλοδοξίες. Ονειρευόταν ερωτικά μπερδέματα, όπου ο εραστής της θα την έπαιρνε και θα την πήγαινε στην Μπανγκόκ, όπου θα γινόταν γιατρός κι αυτή θα περνούσε τη μέρα της ψωνίζοντας με τις φίλες της. Οι ορμόνες της τη δυσκόλευαν, αλλά η τοπική τους κουλτούρα της απαγόρευε να τις ομολογήσει, ακόμη και στον εαυτό της. Ο πατέρας, ο αδερφός της, ακόμη κι η μητέρα της ίσως την τιμωρούσαν αν την έπιαναν ακόμη και να χαμογελάει σε αγόρι εκτός οικογενείας.

Το ήξερε και το αποδεχόταν αναντίρρητα.

Ήταν το σχέδιο της να αρχίσει να ψάχνει σύζυγο αμέσως κι η μαμά της προσφέρθηκε να τη διευκολύνει, καθώς κι οι δύο κυρίες Λι ήξεραν ότι έπρεπε να γίνει το συντομότερο για να μην κινδυνεύσει η υπόληψη της οικογένειάς τους.

Γενικά, οι Λι ήταν μία τυπική οικογένεια για την κοινότητα και χαίρονταν γι' αυτό. Συνέχιζαν τη ζωή τους με τους περιορισμούς των τοπικών ηθών και το θεωρούσαν σωστό, ασχέτως αν τα δύο παιδιά τους είχαν όνειρα να πάνε στην πόλη. Το πρόβλημα ήταν ότι η έλλειψη φιλοδοξίας που αναπτυσσόταν στον λαό τους καθυστερούσε, που ήταν καλό για την κυβέρνηση, καθώς η νεολαία θα είχε εξαφανιστεί προ πολλού από την επαρχία και θα πήγαινε στην Μπανγκόκ κι από εκεί σε ξένες χώρες όπως η Ταϊβάν και το Ομάν όπου οι μισθοί ήταν καλύτεροι. Παρ' όλα αυτά, η ελευθερία από τη σκληρή πίεση των συνομηλίκων ήταν δελεαστική. Πολλά νέα κορίτσια πήγαν στην Μπανγκόκ. Κάποια βρήκαν αξιοπρεπείς δουλειές, αλλά πολλές κατέληξαν να δουλεύουν στη βιομηχανία του σεξ των μεγαλύτερων πόλεων κι από εκεί, λίγες ταξίδεψαν πιο μακριά, ακόμα κι εκτός Ασίας. Υπήρχαν πολλές τρομακτικές ιστορίες για να αποτρέψουν αυτά τα κορίτσια από αυτόν τον δρόμο και λειτούργησαν στην Ντιν και τη μητέρα της.

Ο κύριος Λι αγαπούσε τη ζωή και την οικογένειά του, αν και δεν ήταν εύκολο να το παραδεχτεί εκτός σπιτιού και δεν ήθελε να τους χάσει από κάποια αρρώστια που ίσως είχε αρχίσει να αναπτύσσεται σε αυτόν όταν ήταν ακόμη νέος.

Ο ηλικιωμένος κύριος Λι (αν και ήξερε ότι οι λιγότεροι ευσεβείς νέοι τον αποκαλούσαν γερο-Λι) ήταν ιδεαλιστής στα νιάτα του και είχε γραφτεί να πολεμήσει για το Βόρειο Βιετνάμ μόλις τελείωσε το σχολείο. Έμεναν στα σύνορα με το Λάος, οπότε το Βόρειο Βιετνάμ δεν ήταν πολύ μακριά κι ήξερε για τις ρίψεις βομβών των Αμερικανών εκεί και στο Λάος και ήθελε να το σταματήσει.

Είχε συνταχθεί με τους κομμουνιστές και πήγε στο Βιετνάμ για πολεμική εκπαίδευση. Πολλοί από τους εκπαιδευόμενους ήταν σαν κι αυτόν, μισοί Κινέζοι, κι αγανάκτησε με τις ξένες δυνάμεις που θέλουν να καθορίσουν το μέλλον της χώρας του. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι Αμερικανοί που ζούσαν πολλά χιλιόμετρα μακριά τους νοιάζονταν για την εξουσία σ' αυτή τη μικρή χώρα. Ποτέ δεν ανησύχησε ποιον πρόεδρο ψήφιζαν.

Ωστόσο, όπως ήταν της μοίρας γραφτό, δεν είχε την ευκαιρία να πυροβολήσει εν βρασμώ ψυχής καθώς χτυπήθηκε από θραύσματα βόμβας που έριξαν οι Αμερικανοί καθώς μεταφερόταν από το στρατόπεδο εκπαίδευσης στο πεδίο της μάχης την πρώτη του μέρα μετά την αποφοίτηση από την εκπαίδευση. Οι πληγές του ήταν επίπονες, αλλά όχι θανάσιμες, αν κι αρκετές για να τον καταστήσουν ανάπηρο πάνω που ήταν αρκετά υγιής για να βγει από το νοσοκομείο. Χτυπήθηκε στο πάνω μέρος του αριστερού ποδιού από το μεγαλύτερο κομμάτι, αλλά μερικά μικρότερα κομμάτια διαπέρασαν των θώρακά του, που υποθέτει ότι είναι ο λόγος της δυσφορίας του. Υπήρχε, επίσης, η φήμη ότι πυροβολήθηκε.

Επέστρεψε κουτσαίνοντας και με αρκετή αποζημίωση να αγοράσει μία μικρή φάρμα, αλλά αφού το πόδι του δεν ήταν καλά, αγόρασε τη φάρμα κι ένα κοπάδι κατσίκες που της έτρεφε και πουλούσε. Μέσα σε έναν χρόνο από την επιστροφή του, το πόδι του ήταν καλύτερα από ποτέ και παντρεύτηκε μία όμορφη ντόπια κοπέλα που ήξερε και του άρεσε σε όλη του τη ζωή. Καταγόταν από αγρότες και ζούσαν μία ευτυχισμένη, αλλά φτωχική ζωή.

Κάθε μέρα, εκτός της Κυριακής, ο κύριος Λι πήγαινε το κοπάδι του στα υψίπεδα για να βοσκήσει, και το καλοκαίρι, θα έμενε συχνά τη νύχτα σε έναν από τους καταυλισμούς που είχε από εδώ κι από εκεί κι έμαθε να φτιάχνει στον στρατό. Αναπόλησε εκείνες τις εποχές με νοσταλγία, χαρούμενες μέρες, αν και δεν θα τις αποκαλούσε έτσι τότε.

Δεν υπήρχαν πια αρπακτικά στα βουνά, εκτός των ανθρώπων, επειδή όλες οι τίγρεις είχαν σκοτωθεί καιρό πριν για να χρησιμοποιηθούν στην κινεζική φαρμακοβιομηχανία. Ο κύριος Λι είχε ανάμεικτα συναισθήματα γι' αυτό. Από τη μία, ήξερε ότι ήταν ντροπή, αλλά από την άλλη δεν είχε διάθεση να υπερασπιστεί τις κατσίκες του από τις περιπλανώμενες τίγρεις το βράδυ. Όταν αρρώστησε πριν περίπου μία εβδομάδα, ήταν γιδοβοσκός για περίπου τριάντα έτη, οπότε ήξερε τα βουνά τόσο καλά όσο κι οι άνθρωποι τα τοπικά πάρκα τους.

Ήξερε ποιες περιοχές να αποφύγει εξαιτίας των ναρκών και της στρυχνίνης που έριξαν οι Αμερικανοί τη δεκαετία του '70 κι ήξερε ποιες περιοχές είχαν εκκαθαριστεί, αν κι οι ναρκοσυλλέκτες είχαν ξεχάσει κάνα δυο καθώς ανακαλύφτηκε μία από τις κατσίκες τους μόλις πριν έναν μήνα. Ήταν ντροπή, αν και το νεκρό σώμα της δεν πήγε χαμένο και πέθανε γρήγορα καθώς μία πέτρα που ξεκόλλησε απασφάλισε μία νάρκη που τινάχτηκε στον αέρα και της έκοψε το κεφάλι.

Ήταν πολύ μακριά για να κουβαλήσει το κουφάρι της σπίτι, οπότε ο κύριος Λι πέρασε μερικές μέρες στα βουνά πέφτοντας με τα μούτρα στο φαγητό ενώ η οικογένειά του πίσω στη φάρμα ανησυχούσε πολύ γι' αυτόν.

Ο κύριος Λι ήταν ένας ικανοποιημένος άντρας. Απολάμβανε τη ζωή του και την εξωτερική ζωή κι είχε συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι δεν θα γινόταν ποτέ πλούσιος και δεν θα πήγαινε ξανά στο εξωτερικό.Γι' αυτόν τον λόγο, η σύζυγός του κι αυτός ήταν χαρούμενοι που είχαν μόνο δύο παιδιά. Τα αγαπούσε και τα δύο εξίσου και ήθελε το καλύτερο και για τα δύο, αλλά χαιρόταν επίσης που τελείωσαν το σχολείο και μπορούσαν να δουλεύουν πλήρως στη φάρμα, όπου η γυναίκα του καλλιεργούσε βότανα, λαχανικά κι είχε τρία γουρούνια και μερικές ντουζίνες κοτόπουλα.