banner banner banner
Οι Απόκληροι
Οι Απόκληροι
Оценить:
Рейтинг: 0

Полная версия:

Οι Απόκληροι

скачать книгу бесплатно


Ο κύριος Λι σκεφτόταν πόσο θα μπορούσε να επεκτείνει τη φάρμα του με επιπλέον βοήθεια. Ίσως να μπορούσαν να έχουν ακόμα μία ντουζίνα κοτόπουλα, λίγα παραπάνω γουρούνια κι ένα χωράφι με καλαμπόκια.

Ξύπνησε από την ονειροπόληση του « Κι αν είναι σοβαρό, Μαντ; Δεν το ανέφερα ξανά, αλλά λιποθύμησα δύο φορές αυτήν την εβδομάδα και παραλίγο να λιποθυμήσω κι άλλες τρεις».

«Γιατί δεν το είπες;»

«Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω και δεν θα μπορούσες να κάνεις κάτι, σωστά;»

«Όχι προσωπικά, αλλά θα πήγαινα νωρίτερα στη θεία σου και θα προσπαθούσα να σε στείλω σε κάποιον επαγγελματία γιατρό».

«Με ξέρεις, Μαντ. Θα έλεγα ''Ας περιμένουμε να δούμε τι θα πει η θεία πριν ξοδέψουμε λεφτά.'' Παραδέχομαι ότι αισθάνομαι λίγο παράξενα και φοβάμαι τι θα πει αύριο η θεία».

«Κι εγώ. Νιώθεις στ' αλήθεια άσχημα;»

«Μερικές φορές, αλλά δεν έχω καθόλου ενέργεια. Συνήθιζα να τρέχω και να χοροπηδάω με τις κατσίκες, αλλά τώρα κουράζομαι και μόνο που τις βλέπω! Κάτι τρέχει, είμαι σίγουρος».

«Κοίτα, μπαμπούλη», χαϊδευτικό για αυτόν καθώς σήμαινε «μπαμπάς» στα ταϊλανδέζικα. «Τα παιδιά είναι στην πύλη. Θέλεις να έρθουν να τους μιλήσεις τώρα;»

«Όχι, έχεις δίκιο, να μην τα ανησυχήσουμε. Πιστεύω ότι θεία θα με καλέσει αύριο το απόγευμα, οπότε πες τους ότι θα έχουμε οικογενειακή συνάντηση την ώρα του τσάι και να είναι εκεί. Θα πάω να ξαπλώσω τώρα γιατί κουράστηκα. Το σάλιο της θείας με ζωντάνεψε για λίγο, αλλά πέρασε η επίδρασή του. Πες τους ότι είμαι καλά και ζήτα από τον Ντεν να βγάλει τις κατσίκες αύριο, εντάξει; Δεν χρειάζεται να τις πάει μακριά, μόνο μέχρι το ρυάκι για να φάνε χορτάρι από το ποτάμι και να πιουν νερό. Δεν θα πάθουν τίποτα για μια-δυο μέρες.

Όταν βρεις δέκα λεπτά, θα μου φτιάξεις από το ειδικό σου τσάι, σε παρακαλώ; Αυτό με την πιπερόριζα, το γλυκάνισο και τα υπόλοιπα. Νομίζω θα με χαροποιήσει λίγο. Και λίγους σπόρους πεπονιού κι ηλιοτρόπιου. Μπορείς να ζητήσεις από την Ντιν να μου τους σπάσει;»

«Τι λες για λίγη σούπα; Είναι η αγαπημένη σου».

«Ναι, εντάξει. Αν με έχει πάρει ο ύπνος, βάλε τη στο τραπέζι και θα την φάω κρύα μετά.

Γεια σας, παιδιά. Θα πάω για ύπνο νωρίς σήμερα, δεν θέλω να σας ανησυχήσω, είμαι καλά. Η μητέρα σας θα σας πει λεπτομέρειες. Νομίζω ότι έχω κάποιο είδος μόλυνσης, Καληνύχτα σε όλους».

«Καληνύχτα, μπαμπούλη», απάντησαν όλοι. Η Ντιν έμοιαζε να ανησυχεί πολύ καθώς κοιτούσαν ανήσυχα πρώτα τον κύριο Λι που αποχωρούσε και μετά ο ένας τον άλλον.

Καθώς ο κύριος Λι ήταν ξαπλωμένος στο σκοτάδι, ένιωσε τα πλευρά του να πάλλονται ακόμα περισσότερο, όπως ένα χαλασμένο δόντι που προκαλεί πονόδοντο μέσα στη νύχτα, αλλά ήταν τόσο εξουθενωμένος που αποκοιμήθηκε αμέσως πριν του φέρουν το τσάι, τη σούπα και τους σπόρους.

Από έξω, στο μεγάλο τραπέζι στο ημίφως, καθόταν η υπόλοιπη οικογένεια και συζητούσαν για την κατάσταση του κυρίου Λι χαμηλόφωνα, παρά το γεγονός ότι δεν θα τους άκουγε κανείς αν μιλούσαν δυνατά.

«Θα πεθάνει ο μπαμπούλης, μαμά;» ρώτησε η Ντιν δακρύζοντας.

«Φυσικά κι όχι, αγάπη μου», απάντησε «δεν νομίζω, τουλάχιστον».

1 2. ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΛΙ

Βάσει του τυπικού αγροτικού στυλ, όλοι κοιμόντουσαν μαζί στο μόνο εσωτερικό δωμάτιο: ο μπαμπάς κι η μαμά είχαν διπλό στρώμα, τα παιδιά από ένα μονό ο καθένας και τα τρία κρεβάτια προστατεύονταν από κουνουπιέρες, οπότε όταν ξύπνησαν το ξημέρωμα, περπατούσαν στις μύτες για να μην ξυπνήσουν τον Χενγκ.

Ήξεραν ότι κάτι έτρεχε επειδή ξυπνούσε πάντα πρώτος ακόμα και τα πιο κρύα πρωινά. Κρυφοκοίταξαν το χλωμό πρόσωπο του από την κουνουπιέρα κι ανησύχησαν μέχρι που τους έδιωξε η μητέρα τους.

«Ντιν, κάνε μου μία χάρη, παρακαλώ. Δεν μου αρέσει η όψη του πατέρα σου, οπότε κάνε ένα μπάνιο γρήγορα και πήγαινε να δεις αν έχει να μας πει κάτι η θεία, εντάξει; Καλό κορίτσι. Αν δεν είναι ακόμη έτοιμη και πήγαμε νωρίς, ρώτα την αν μπορεί να κάνει ειδική και παραπάνω προσπάθεια για τον ανιψιό της πριν είναι πολύ αργά, εντάξει;»

Η Ντιν άρχισε να κλαίει και έτρεξε να κάνει ντους. «Συγγνώμη, αγάπη μου, δεν ήθελα να σε αναστατώσω!» φώναξε στην κόρη της.

Όταν έφτασε στο σπίτι της θείας δεκαπέντε λεπτά μετά, η ηλικιωμένη σαμάνος είχε ξυπνήσει, ντυθεί και καθόταν στο μεγάλο τραπέζι μπροστά από το σπίτι τρώγοντας σούπα με ρύζι.

«Καλημέρα, Ντιν. Χαίρομαι που σε βλέπω, θέλεις ένα μπολ με σούπα; Είναι πολύ νόστιμη».

Η Ντα νοιαζόταν για τις ανιψιές της κι ειδικά για την Ντιν, αλλά όταν άκουσα τι την ήθελε, δεν αντιστάθηκε να πει ότι η μαμά της ζητούσε πολλά για μία σωστή διάγνωση μέσα σε 24 ώρες.

«Αυτή η μητέρα σου! Εντάξει, θα δούμε τι θα κάνουμε. Ο μπαμπούλης σου είναι πολύ άσχημα, σωστά;»

«Ναι, θεία Ντα, είναι λευκός σαν νεκρός, αλλά δεν νομίζουμε ότι πέθανε ακόμα. Η μαμά θα τον τρυπούσε όταν έφυγα για να δει αν αποκρίνεται, αλλά δεν περίμενα να μάθω τι έγινε. Δεν θέλω να πεθάνει ο μπαμπούλης, θεία Ντα, σε παρακαλώ σώσε τον».

«Θα κάνω ό,τι μπορώ, παιδί μου, αλλά όταν καλεί ο Βούδας, κανείς δεν μπορεί να πει όχι, αλλά θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Έλα μαζί μου».

Η Ντα κατευθύνθηκε στο άδυτο της, άναψε ένα κερί και έκλεισε την πόρτα πίσω τους.

Ήλπιζε ότι η Ντιν θα έδειχνε ενδιαφέρον για τους «παλιούς τρόπους» καθώς ήταν ακόμα νέα για να τη διδάξει, επειδή ήξερε ότι θα χρειαζόταν διάδοχο κάποια μέρα, αν το επάγγελμα έμενε στην οικογένεια Λι.

Έδειξε προς το χαλί των Ερωτήσεων στο πάτωμα κι η Ντιν κάθισε, μετά περπατούσε γύρω από την καλύβα μουρμουρίζοντας προσευχές, ξόρκια κι ανάβοντας λίγα ακόμα κεριά, πριν κάτσει απέναντι από την Ντιν, η οποία κοιτούσε τις χούφτες της.

Η Ντα κοίταξα την ανιψιά της, ένιωσε ένα μικρό τρέμουλο σε όλο της το κορμί, κοίταξε τις χούφτες της για λίγο και μετά κοίταξε πάλι τη Ντιν.

«Ήρθες να ζητήσεις συμβουλή για άλλον. Παρακαλώ, κάνε την ερώτησή σου», είπε η Ντα με βαθιά, σκοτεινή και βροντερή φωνή που κανένας δεν είχε ξανακούσει έξω από την καλύβα.

Η μεταμόρφωση ξάφνιασε την Ντιν, όπως κάθε φορά που η θεία ήταν σε έκσταση και άφηνε άλλη οντότητα να ελέγχει το σώμα της.

Δεν ήταν τόσο το ότι άλλαξε το πρόσωπο της, αν κι άλλαξε, το σώμα της άλλαξε ανεπαίσθητα, όπως ένας ηθοποιός ή μίμος μπορεί να αλλάξει τη στάση του για να υποδυθεί τον ρόλο του, αλλά ήταν κάτι περισσότερο. Ήταν σαν τα εντόσθια της Ντα είχαν αντικατασταθεί με άλλου, που την έκαναν να μοιάζει και να ακούγεται διαφορετική.

Η Ντιν κοίταξε την ηλικιωμένη σαμάνο που δεν ήταν πια η θεία της.

«Σαμάνε, ο πατέρας μου είναι πολύ άρρωστος. Θα ήθελα να ρωτήσω τι έχει και τι μπορούμε να κάνουμε».

Το άτομο, η θεία της ακουγόταν σαν άντρας εκείνη τη στιγμή, έβαλε ένα χέρι στα δέματα που είχε φέρει χθες ο Χενγκ και έκλεισε τα μάτια της θείας. Η Ντιν νόμιζε ότι έγινε μεγάλη παύση και σιωπή τόσο βαθιά, που θα έλεγε ότι άκουγε τα μυρμήγκια να περπατάνε στο σκληρό πάτωμα από λάσπη.

Η Ντιν είχε παρακολουθήσει ντουζίνες από τέτοιες συνεδρίες πριν, αν και ποτέ για κάτι τόσο σοβαρό, όσο αυτό. Είχε ρωτήσει για έναν στομαχόπονο μία φορά, για τις περιόδους της πριν μερικά χρόνια και πρόσφατα ρώτησε αν θα παντρευτεί σύντομα. Δεν τη φόβιζε το σκηνικό, μόνο το αποτέλεσμα, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να κάθεται, να περιμένει και να παρατηρεί καθώς το έβρισκε συναρπαστικό.

Η σαμάνος ξετύλιξε αργά το πρώτο δέμα που περιείχε την πέτρα, το εξέτασε προφορικά, το μύρισε και το έβαλε πάλι στο φύλλο μπανάνας, μετά πήρε το φύλλο που περιείχε βρύα και το μύρισε πριν το τοποθετήσει στο χαλί μπροστά της.

Η σαμάνος κοίταξε την Ντιν για λίγο σοβαρά και μετά μίλησε,

«Αυτός για τον οποίο ανησυχείς είναι πολύ άρρωστος. Στην πραγματικότητα, ήταν κοντά στον θάνατο πριν παράγει αυτά τα δείγματα, αλλά δεν πέθανε ακόμα. Κάποια εσωτερικά όργανά του, ειδικά αυτά που καθαρίζουν το αίμα, είναι σε κακή κατάσταση. Αυτά που αποκαλείτε νεφρά στα ταϊλανδέζικα έχουν σταματήσει να λειτουργούν και το συκώτι διαλύεται ραγδαία. Αυτό σημαίνει ότι πλησιάζει ο θάνατος.Δεν υπάρχει γιατρειά».

Η σαμάνος άρχισε ξαφνικά να τρέμει και πήρε πάλι τη μορφή της ηλικιωμένης θείας Ντα, που βλεφάρισε λίγες φορές, στριφογύρισε λίγο σαν να φορούσε ένα παλιό στενό φόρεμα και έτριψε τα μάτια της.

«Δεν ήταν καλά τα νέα, σωστά, παιδί μου; Ξέρεις ότι όταν είμαι σε έκσταση, δεν μπορώ πάντα να τα ακούσω όλα, αλλά άκουσα κάποια και καταλαβαίνω από το πρόσωπό σου ότι ο πατέρας σου δεν είναι καλά».

«Το πνεύμα είπε ότι ο μπαμπούλης σίγουρα θα πεθάνει σύντομα, καθώς δεν υπάρχει γιατρειά για διαλυμένα νεφρά και συκώτι»,

«Λυπάμαι, Ντιν. Ξέρεις ότι θαυμάζω τον πατέρα σου. Ξέρεις, έχω μάθει κάποια κόλπα μόνη μου όλα αυτά τα χρόνια εκτός της ύπνωσης. Ας ρίξουμε μία ματιά τώρα. Ναι, η πέτρα. Βλέπεις πού έφτυσε ο πατέρας σου; Δεν υπάρχουν σημάδια! Σημαίνει ότι δεν υπάρχει αλάτι στο σάλιο του, ούτε αλάτι, ούτε ιχνοστοιχεία, ούτε βιταμίνες, ούτε τίποτα, μόνο νερό.

Τώρα, τα βρύα», τα μύρισε από μακριά και μετά τα έφερε πιο κοντά στη μύτη της. «Το ίδιο! Μύρισε τα!» Τα έδωσε στην Ντιν να τα μυρίσει, αλλά η Ντιν δίσταζε να μυρίσει τα ούρα τους πατέρα της.

«Έλα, δεν δαγκώνουν!» είπε η Ντα. Η Ντιν υπάκουσε.

«Δεν έχει οσμή, μόνο μία οσμή από βρύα».

«Ακριβώς! Τα ούρα των ανδρών μυρίζουν σαν της γάτας αν τα έχεις τυλιγμένα, αλλά του μπαμπά σου όχι. Έτσι, δεν υπάρχει κρέας να σαπίσει. Συνεπώς, το αίμα του μπαμπά σου είναι νερό. Δεν μπορείς να ζήσεις για πολύ έχοντας νερό ως αίμα, μπορείς; Δεν έχει λογική, σωστά; Το αίμα μεταφέρει τα καλά στοιχεία στο σώμα, και στον πατέρα σου δεν υπάρχει, οπότε γι' αυτό είναι αδύναμος συνεχώς!

Πήγαινε σπίτι τώρα, δες αν είναι αργά, κι αν είναι ακόμα ζωντανός, γύρνα να με πάρεις με το σκούτερ σου. Πήγαινε και βιάσου!».

Η Ντιν βγήκε γρήγορα και έτρεξε για το σπίτι.

Όσο η Ντιν έλειπε για να δει τον πατέρα της, η Ντα ετοιμαζόταν να φύγει, καθώς ήξερε μέσα της ότι ο Χενγκ της δεν είχε πεθάνει ακόμα, όχι εντελώς, τέλος πάντων.

Επέλεξε μερικά βότανα, τα έβαλε στην τσάντα της, έριξε νερό στο πρόσωπό της έδεσε τα μαλλιά της με ένα μαντίλι λόγω του ρεύματος από την επερχόμενη βόλτα με το μηχανάκι. Έπειτα, βγήκε έξω να περιμένει την ανιψιά της.

Η Ντιν έφτασε λίγα λεπτά αργότερα μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης.

«Γρήγορα, θεία. Η μαμά λέεινα έρθεις γρήγορα γιατί είναι έτοιμος να πεθάνει».

Η Ντα ανέβηκε πλάγια στο σκούτερ, όπως μία κυρία, κι έφυγαν με τα μακριά μαλλιά της Ντιν να μαστιγώνουν το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της επίπονα και προσπάθησε να τα αποφύγει.

Καθώς έφταναν, η Ντα κατέβηκε καθώς ήταν σβέλτη για την ηλικία της και έτρεξε να μπει στο σπίτι.

«Ευχαριστούμε που ήρθες τόσο γρήγορα, θεία Ντα. Είναι ξύπνιος στο κρεβάτι».

«Το μάντεψα ότι θα είναι στο κρεβάτι κι όχι με τις αγαπημένες του κατσίκες!» Σήκωσε την κουνουπιέρα και κάθισε στο ξύλινο πάτωμα δίπλα στο κεφάλι του. Πρώτα, κοίταξε το δέρμα του, τα μαλλιά του, το δέρμα του και μετά άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε μέσα τους.

«Κατάλαβα. Δείξε μου τα πόδια του!» Η Γουάν αποκάλυψε τα πόδια του άντρα της κι η Νταν έσκυψε να τα πιέσει και να τα δει καλύτερα.

«Δεν έχω ξαναδεί τέτοια σοβαρή έλλειψη ουσίας στο αίμα. Μου δίνεις την άδεια να πω στα παιδιά σου τι να κάνουν; Ωραία, θα επιστρέψω σύντομα. Βάλε στο κεφάλι του άντρα σου μερικά μαξιλάρια για να ανυψωθεί, θα στείλω μέσα την Ντιν να σε βοηθήσει ενώ ο Ντεν με βοηθάει έξω».

«Ναι, θεία, φυσικά. Οτιδήποτε για να βοηθήσω τον αγαπημένο μου Χενγκ».

«Ωραία, ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, εντάξει;» είπε, σηκώθηκε και κατέβηκε στο ισόγειο.

«Ντιν, πήγαινε να βοηθήσεις τη μητέρα σου, Ντεν, έλα μαζί μου, όλοι πρέπει να δράσουμε σβέλτα και με ακρίβεια».

Η Ντιν έφυγε κι ο Ντεν ρώτησε τι μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει.

«Πήγαινε και φέρε μου τον πιο δυνατό κόκκορα! Γρήγορα, παλικάρι μου!»

Όταν επέστρεψε με το πουλί ανά χείρας, η Ντα του το πήρε.

«Τώρα, δέσε τον πιο δυνατό σου τράγο σε έναν πάσσαλο τόσο δυνατά ώστε να μην μπορεί να κουνηθεί ούτε χιλιοστό· είτε καθιστός είτε όρθιος, το ίδιο μου κάνει».

Ενώ ο Ντιν έφυγε βιαστικά, η Ντα κούρνιασε στην άκρη του τραπεζιού, έκοψε τον λαιμό του κόκκορα, έχυσε το αίμα του σε ένα μπολ, πέταξε το άψυχο σώμα του στο καλάθι των λαχανικών στο τραπέζι και μετά ανέβηκε πάνω.

«Ντιν» είπε όταν έφτασε, «έχεις κατσικίσιο γάλα ή οποιοδήποτε γάλα στο ψυγείο; Αν όχι, πάρε μία κανάτα και φέρε φρέσκο, σε παρακαλώ».

Δεν χρειαζόταν να της πουν να βιαστεί, είχε ήδη φύγει.

«Εντάξει, Γουάν, ξύπνησε;»

«Όχι, πολύ, θεία, έτσι κι έτσι».

«Εντάξει, κλείσε του τη μύτη και θα του ρίξω το αίμα στον λαιμό του». Πίεσε το κλειστό του σαγόνι με τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο για να το ανοίξει, πίεσε προς τα πίσω το κεφάλι του κι έχυσε λίγο αίμα κοτόπουλου στον λαιμό του.

Η Ντα μάντεψε από τον τρόπου που ψέλλιζε ο Χενγκ σαν βενζινοκίνητο αμάξι ότι το τουλάχιστον το μισό αίμα κατέβαινε με τον σωστό τρόπο.

Ο Χενγκ άνοιξε ελαφρώς τα μάτια του.

«Τι μου κάνετε, παλιομάγισσες;» ψιθύρισε. «Αυτό ήταν απαίσιο!».

«Το φαντάστηκα» είπε η Ντα «πολύ έντονο, πρέπει να το συνηθίσει».

Όταν έφτασε η Ντιν, είπε «Φρέσκο γάλα, ακόμα ζεστό από τη Λουλουδένια, την καλύτερη κατσίκα μας».

Η Ντα το πήρε, το ανακάτεψε μισό-μισό με το εναπομείναν αίμα και το έχυσε στο λαιμό του Χενγκ όπως πριν με το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά λίγη παραπάνω αντίσταση.

«Το βλέπεις αυτό; Δυναμώνει συνεχώς!Ο Χενγκ προσπαθεί να μας πολεμήσει, αντιστέκεται. Ίσως δεν τον χάσαμε εντελώς ακόμα!

Εντάξει! Γουάν, συνέχισε με το γάλα, αλλά κράτα το μισό που έμεινε. Θα γυρίσω σε λίγα λεπτά».

Κατέβηκε και φώναξε τον Ντεν.

«Είναι έτοιμη η κατσίκα;»

«Ναι, θεία, εκεί είναι».

«Ωραία, έλα μαζί μου».

Η Νταν έκοψε με το ξυράφι τη φλέβα του λαιμού της κατσίκας και στράγγισε μερικά λίτρα αίμα.

«Είδες πώς το έκανα; Προσπάθησε να το θυμάσαι γιατί θα χρειάζεται να το κάνεις κάθε μέρα από εδώ και πέρα».

Ανέβηκαν πάνω και εξεπλάγησαν που είδαν τον Χενγκ να μιλά με τη γυναίκα και την κόρη του σαν ασθενής σε νοσοκομείο μετά από αναισθησία: ζαβλακωμένος, αδύναμος και διστακτικός, αλλά κατανοητός.

Η Ντα ανακάτεψε το αίμα της κατσίκας με το εναπομείναν γάλα, αλλά του έδωσε πρώτα να γευτεί το ανόθευτο.

«Είναι αηδιαστικό, θεία!»

«Δοκίμασε αυτό, τότε» του είπε δίνοντάς του ένα ποτήρι με ροζ υγρό.

«Ναι, αυτό είναι αρκετά καλό. Τι είναι; Νιώθω ήδη να μου κάνει καλό».

Ο Χενγκ το ήπιε πρόθυμα.

«Είναι μιλκσέικ με βότανα. Καλό δεν είναι;»

«Ναι, θεία, πολύ καλό. Πολύ αναζωογονητικό. Έχει κι άλλο;»

Η Γουάν κοίταξε την ηλικιωμένη σαμάνο που έγνεψε.