banner banner banner
Οι Απόκληροι
Οι Απόκληροι
Оценить:
Рейтинг: 0

Полная версия:

Οι Απόκληροι

скачать книгу бесплатно


Όταν έφυγαν, η Γουάν είπε:

«Τι έχεις να πεις γι' αυτό, θεία Ντα;»

«Παράξενο, δεν είναι; Η συμπεριφορά του Χενγκ μου θυμίζει πουλιού. Δεν είμαι και σίγουρη, αλλά ο τρόπος που καθόταν κουρνιασμένος, ο τρόπος που έτρωγε κι έχεσε μετά το φαγητό. Τα πουλιά το κάνουν αυτό· υποθέτω και τα άλλα ζώα, αλλά δείτε τα κοτόπουλα στην αυλή σας. Δεν μου φεύγει η εικόνα του κουρνιασμένος με το σεντόνι και τα γυαλιά μετά που έφαγε το παϊδάκι».

«Οπότε δεν πιστεύεις ότι έχει ακράτεια, έτσι; Ανησυχώ για το κρεβάτι μας. Αγοράσαμε καινούριο στρώμα μόλις πριν μερικές εβδομάδες, θα ήταν ντροπή, σωστά; Θα είναι εντάξει να τον βάλουμε στον αχυρώνα μέχρι να σιγουρευτούμε;»

«Όχι, μη ανησυχείς. Ακόμα και τα πουλιά δεν χέζουν τη φωλιά τους αν και θα ήταν καλό να του βάλεις πάνες μέχρι να δούμε τι συμβαίνει ή πάνες ακράτειας αν επιμένει, αν και πρέπει να πας στην πόλη για να αγοράσεις μερικές».

Όταν ο Χενγκ επέστρεψε με τον Ντεν, έμοιαζε απογοητευμένος κι λίγο αμήχανα.

«Είσαι εντάξει, Χενγκ;» ρώτησε η γυναίκα του.

«Ναι, ατύχημα. Μην ανησυχείς. Όχι πρόβλημα. Όχι άλλο σήμερα. Πάω για ύπνο τώρα».

«Ναι, καλή ιδέα. Θεία Ντα, το μιλκσέικ του;»

«Νομίζω ότι πρέπει να πιει πριν αποσυρθεί. Δεν θα ανησυχούσα για το κρεβάτι, δεν θα κάνει κάτι αφού δεν έκανε και χθες. Δεν θα ήθελα να σηκωθεί μέσα στη νύχτα πεινασμένος αν ζούσα μαζί του στο ίδιο σπίτι».

«Όχι, ίσως έχεις δίκιο. Ντεν, κάθισε τον πατέρα σου στην άκρη του τραπεζιού. Ντιν, φέρε ένα ποτήρι μιλκσέικ, εντάξει;»

Όταν το κατάπιε και δεν υπήρχαν ύποπτοι ήχοι ή μυρωδιές, η Γουάν είπε στα παιδιά να πάνε τον πατέρα στο κρεβάτι τους.

«Θα ανέβω σύντομα να δω αν είναι εντάξει, αλλά νομίζω ότι θα κοιμηθεί».

«Θεία Ντα, τι θα κάνουμε; Έχουμε ένα πουλί στο σπίτι. Τι πιστεύεις για αυτό;»

«Δεν είμαι ακόμη σίγουρη, Γουάν, αλλά το αστείο σου μπορεί να είναι πιο κοντά στην αλήθεια από όσο νομίζεις. Πρέπει να δούμε τι θα γίνει. Ας δούμε αν θέλει να μεταναστεύσει νότια αυτόν τον χειμώνα».

Η Γουάν δεν ήξερε αν θεία Ντα αστειευόταν ή όχι, οπότε της μισοχαμογέλασε ελπίζοντας να μην την καταλάβει, αλλά ήξερε ότι δεν θα την ξεγελούσε.

Ανησυχούσε, αλλά και ποιος δεν θα ανησυχούσε με αυτές τις συνθήκες;

1 4. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΡΡΩΣΗ

Τα παιδιά ξάπλωσαν τον Χενγκ στο κρεβάτι και του έβγαλαν τα γυαλιά. Είχε κλείσει τα μάτια του, προσποιούμενος ότι κοιμάται μα μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει, τα άνοιξε και κάθισε στο κρεβάτι. Δεν ήταν κουρασμένος, σε καμία περίπτωση.

Είχαν αφήσει αναμμένο ένα κερί κοντά στην πόρτα όπως κάνουν συνήθως πριν σκοτεινιάσει, αλλά δεν φώτιζε τόσο πολύ όλο το δωμάτιο. Ωστόσο, ο Χενγκ έβλεπε τα πάντα λες και ήταν μέρα.

Ήξερε ότι ήταν παράξενο, αλλά το δέχτηκε καθώς ήταν καλύτερο από το να μη βλέπει καθόλου στο σκοτάδι. Καταλάβαινε ότι δεν ήταν ο ίδιος με πριν, αλλά δεν θυμόταν πώς ήταν πριν. Ήξερε μόνο ότι κάτι άλλαξε και ήταν διαφορετικός τώρα.

Η γυναίκα του είπε ότι έτρωγε πράσινες σαλάτες πριν, αλλά δεν το θυμάται καθόλου και βρίσκει αποκρουστική την ιδέα να τρώει λαχανικά. Δεν καταλάβαινε γιατί κάποιος να προτιμά τα λαχανικά από το κρέας ή το μιλκσέικ.

Ο Χενγκ ήξερε ότι ο όρος «μιλκσέικ» δεν ήταν δόκιμος, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τα συστατικά του εκτός του γάλατος. Κοχελίνη; Σκαθάρια; Τουλάχιστον ήταν κρέας. Φράουλες; Καρότα;

Ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε. Δεν είχε ιδέα.

Ο Χενγκ δεν το είχε καταλάβει, αλλά η μνήμη του είχε συρρικνωθεί, οπότε τα προβλήματα δεν μαζεύονταν και δεν ανησυχούσε.

Σκεφτόταν αν αγάπησε ή είχε αγαπήσει την οικογένειά του και κατέληξε ότι θα έπρεπε να τους αγαπούσε και να συνεχίσει να το κάνει γιατί έμοιαζαν να ανησυχούν γι' αυτόν και φαινόταν να τον αγαπούν. Δεν θυμόταν πολύ καλά την άλλη γυναίκα που την αποκαλούσαν θεία Ντα. Είχε αρκετά καθαρό μυαλό για να κατανοήσει ότι αφού οι άλλοι τη φώναζαν θεία, πρέπει να ήταν και δική του θεία, αλλά δεν τη θυμόταν παρόλο που το πρόσωπό της του ήταν οικείο.

Προσπάθησε να θυμηθεί τι δουλειά έκανε σαν ένας άνθρωπος που είχε πάθει διάσειση ή αμνησία, αλλά η μνήμη του δεν ήταν ακόμη τόσο δυνατή. Σκέφτηκε για λίγα λεπτά και μετά έστρεψε αλλού την προσοχή του.

Γιατί εκείνοι οι άνθρωποι ήταν ανήσυχοι όταν τον κοίταζαν; Μιλούσαν γι' αυτόν λες και ήταν άρρωστος, αλλά δεν θυμόταν να είναι άρρωστος κι η αμνησία δεν περνούσε καν από το μυαλό του.

Προσπάθησε να θυμηθεί τα ονόματα των μελών της οικογένειάς του, αλλά του ήταν δύσκολο και του φάνηκε παράξενο, καθώς πίστευε ότι μπορούσε να τα θυμηθεί. Η Γουάν ήταν η σύζυγός του και ένιωθε ευγνώμων που δεν ήταν η μεγαλύτερη γυναίκα η οποία ήταν η θεία Ντα. Οπότε, η Γουάν ήταν η σύζυγός του και την αγαπούσε· έτσι θα ήταν μάλλον καθώς την παντρεύτηκε κι έκαναν δύο παιδιά μαζί, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που τα λένε Νταμ και Ντιμ; Όχι, Ντεν και Ντιν; Του ακούγονταν οικεία,οπότε τα υιοθέτησε. Ντεν, Ντιν, Γουάν και Ντα που ήταν η θεία του.

Ξαφνικά, δεν του φαινόταν σημαντικό κι άρχισε πάλι να σκέφτεται το φαγητό, αν και δεν πεινούσε.

Ήταν απλώς το μυαλό του που έλεγχε αν πεινούσε, μία γενική ανησυχία από πού θα προερχόταν το επόμενο γεύμα του όταν θα πεινούσε. Δεν θυμόταν πού είχε τις προμήθειες ή αν είχε καθόλου προμήθειες. Θυμόταν ότι οι γυναίκες του είχαν δώσει φαγητό, αλλά αναρωτιόταν αν θα του δώσουν ξανά όταν πεινάσει πάλι. Έπρεπε να βασίζεται πάνω τους;

Προσπάθησε πάλι να θυμηθεί τα ονόματά τους. Γουάν και Ντιν ακουγόταν οικεία. Αυτές ήταν που φέρνανε τα λεφτά στην οικογένεια, αλλά το άλλο αρσενικό, ο Ντεν (μάλλον), τι έκανε; Δεν είχε ιδέα.

Οι γυναίκες φέρνανε τα λεφτά στο σπίτι; Ο Ντεν περίμενε το φαγητό έτοιμο; Ο Χενγκ δεν είχε ιδέα, αλλά πέρασε η στιγμή κι αναρωτιόνταν γιατί ήταν μόνος του στο μεγάλο δωμάτιο ενώ η οικογένειά του καθόταν έξω. Ήταν φυλακισμένος; Δεν θυμόταν. Οι νέοι δεν τον έφεραν στο δωμάτιο και τον έβαλαν στο κρεβάτι; Το έκαναν για να μείνει εκεί;

Δεν ένιωθε σαν φυλακισμένος, αλλά δεν ήταν σίγουρος. Πώς ήταν να είσαι φυλακισμένος; Υπήρξε ποτέ φυλακισμένος; Δεν το πίστευε, αλλά θυμάται να είναι είναι αποδυναμωμένος για κάποιο καιρό. Δεν θυμάται όμως πού. Κάποιος τον πυροβόλησε! Αυτό ήταν, σωστά; Αλλά γιατί το είχαν κάνει;

Όχι, δεν ήταν το ίδιο εδώ και δεν ήταν φυλακή, ήταν το σπίτι του. Έμενε εδώ και φαινόταν αόριστα οικείο.

Οι σκέψεις του επέστρεψαν στο φαγητό, αλλά δεν πεινούσε ακόμα. Ωστόσο, ανησυχούσε από πού θα ερχόταν το επόμενο γεύμα του και αν θα το λάμβανε πριν ή μετά την πείνα του. Ο Χενγκ κοίταξε γύρω γύρω στο δωμάτιο. Η όρασή του ήταν τέλεια κι έβλεπε λίγα κουνούπια στην κουνουπιέρα. Τα κοίταζε με ενδιαφέρον και τα απεχθανόταν που πετούσαν στον χώρο του. Είχε μία παράξενη αίσθηση ότι ήθελε να τα φάει, να τους δώσει ένα μάθημα, αλλά πίστευε ότι οι άνθρωποι δεν τρώνε κουνούπια.

Ήθελε να τα σκοτώσει και να τα φάει για να μην τολμήσουν τι; Να πετάξουν; Αλλά γιατί;

Δεν ήξερε, αλλά έτσι ένιωθε. Δεν είχε κάποιο νόημα γι' αυτόν. Ήθελε να τα σκοτώσει γιατί τολμούσαν να πετάξουν; Γιατί; Μήπως ήθελε να τα φάει; Άρχισε να πεινάει, αλλά δεν του φαινόταν σωστό. Τα απεχθανόταν κι ήθελε να τα σκοτώσει που τολμούσαν να πετάνε στον χώρο του.

Ένα παλιό ρητό έπαιζε στο κεφάλι του: «Οι αετοί δεν τρώνε μύγες», αλλά δεν θυμόταν από πού το είχε ακούσει. «Οι αετοί ίσως όχι», σκέφτηκε «αλλά εγώ ναι». Αλλά μετά σταμάτησε. «Ούτε οι άνθρωποι τρώνε κουνούπια, σωστά; Φυσικά κι όχι».

Οι σκέψεις του γύριζαν σαν καρουζέλ στο μυαλό του. Μερικές έρχονταν στο προσκήνιο για λίγα λεπτά, σκέψεις για κίνδυνο και τροφή κι υπήρχαν κι άλλες που εξαφανίζονταν αμέσως, αφού το μυαλό του ήταν κατακλυσμένο από τις σκέψεις τροφής και κινδύνου.

Ήθελε να μάθει αν ήταν φυλακισμένος ή όχι, οπότε μπουσούλησε μέχρι την πόρτα. Η ανάγκη για ελευθερία ήταν ακατανίκητη. Δοκίμασε την πόρτα επιφυλακτικά. Άνοιξε και βγήκε έξω. Το πλατύσκαλο στο οποίο βρέθηκε φωτιζόταν μόνο από το φως του φεγγαριού κι ένιωθε ελεύθερος σαν πουλί.

Ατένισε μπροστά του και έβλεπε για χιλιόμετρα σε τρεις κατευθύνσεις. Άκουγε φωνές από κάτω και αναγνώρισε το μέρος με το τραπέζι στο οποίο έτρωγε ώρες πριν. Άκουσε τις οικείες φωνές και μάντεψε ότι πρέπει να ήταν των ανθρώπων από πριν, της οικογένειάς του. Τους άκουγε και καταλάβαινε πολύ καλά, αλλά δεν ενδιαφερόταν. Κοίταξε τον ουρανό και την απόσταση και το μυαλό του ανυψώθηκε. Ένιωθε καταχαρούμενος να μην πατάει στο έδαφος και να είναι ελεύθερος.

Ξαφνικά τα αετίσια μάτια του εντόπισαν κάποια κίνηση στη γη και το μυαλό του σκέφτηκε «κίνδυνος ή φαγητό». Κοίταξε προσεκτικά προς τα κάτω και αναγνώρισε την κίνηση της νεαρής, της κόρης του Γουάν; Όχι, Ντιν; Ακουγόταν σωστό. Ίσως να μην υπήρχε κίνδυνος, αλλά ούτε φαγητό.

Η Ντιν σταμάτησε, κοίταξε ψηλά, έδειξε τον Χενγκ και φώναξε τη μητέρα της, η οποία ήρθε αμέσως μαζί με τους άλλους. Ίσως δεν ήταν φυλακισμένος, αλλά δεν υπήρχε διέξοδος.

«Χενγκ, τι κάνεις όρθιος και γυμνός; Θα μπορούσες να φορέσεις ρούχα τουλάχιστον!»

«Γιατί, γυναίκα; Δεν είμαι όμορφος ή μήπως είμαι φυλακισμένος;»

«Φυσικά κι είσαι όμορφος, αλλά ή κόρη σου δεν είναι ανάγκη να σε βλέπει γυμνό και δεν είσαι φυλακισμένος. Πώς σου ήρθε αυτό; Μπες μέσα, δεν είναι ωραίο να κυκλοφορείς γυμνός. Είσαι ακόμα άρρωστος, θα σε βοηθήσω να ξαπλώσεις. Ή μήπως θες να κατέβεις να κουβεντιάσουμε;»

Ο Χενγκ δεν ήξερε. Η αλήθεια είναι ότι απολάμβανε τη θέα κι ήταν χαρούμενος εκεί, οπότε δεν είπε τίποτα.

Η Γουάν άρχισε να τον πλησιάζει προσεκτικά με σιγανά βήματα σαν να ήθελε να πιάσει ένα κοτόπουλο χωρίς να το φοβίσει. Ο Χενγκ φαινόταν ανήσυχος, αλλά δεν είχε πού να πάει. Δεν ήθελε να πάει πάλι μέσα και το πλατύσκαλο δεν ήταν μακριά, οπότε ανέβηκε στα κάγκελα με σκοπό να σκαρφαλώσει στη στέγη.Όταν η Γουάν ήταν μόλις τρία βήματα μακριά, πήδηξε στην ταράτσα, έχασε την ισορροπία του και το πλατύσκαλο κατέρρευσε.

Το είδε να καταρρέει και τη γυναίκα του να ουρλιάζει. Ίσως να ούρλιαξε κι ο ίδιος, αλλά δεν το θυμόταν αφού ήταν τόσο σοκαρισμένος που δεν έπεσε και πέθανε.

Αντί γι' αυτό, έγινε πουλί, πιο πολύ νυχτερίδα, δηλαδή όχι πουλί και εξεπλάγη περισσότερο από όλους.

Η Γουάν ανέβηκε τα υπόλοιπα σκαλοπάτια και κοίταξε τα κάγκελα για να δει τα παιδιά της να ψάχνουν τον Χενγκ, ο οποίος θα έπρεπε να είναι εκεί με σπασμένο λαιμό.

«Μπορείτε να τον δείτε; Πώς είναι; Είναι ακόμη ζωντανός; Μιλήστε!»

«Δεν μπορώ να τον βρω, μαμά, δεν είναι εδώ» είπε ο Ντεν. «Δεν καταλαβαίνω, εδώ ήταν. Ίσως μπουσούλησε και πήγε κάπου να πεθάνει».

«Χαζό αγόρι! Φυσικά κι όχι! Ψάξε καλύτερα. Έρχομαι κάτω. Πρέπει να πονάει. Εν είναι πιθανό να πήγε για περίπατο αφού έπεσε από τέτοιο ύψος. Ντιν, είσαι πιο λογική, βοήθησέ τον. Πριν το κάνω, πίσω από το κεφάλι του!

Χενγκ, καλέ μου, πού είσαι; Συγγνώμη που σε τρόμαξα. Έλα στη μανούλα. Έλα στη Μαντ, καλό αγόρι!».

Ο Χενγκ τους έβλεπε και τους άκουγε, αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν πίστευε ότι δεν πέθανε, ή ίσως, ήταν νεκρός κι οι νυχτερίδες ήταν άγγελοι. Πετούσε ψηλά, απομακρυνόταν, βουτούσε σε απίστευτες ταχύτητες.

Προσπάθησε να καλέσει την οικογένεια του να δουν ότι είναι καλά, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει.

Έβγαζε μόνο ήχους πουλιού και όταν το έκανε έβλεπε πράγματα λες κι είχε ραντάρ. Έβλεπε τον σπίτι, τον αχυρώνα, το τραπέζι, μικρές πετούμενες κουκκίδες όλα με φωτεινό πράσινο. Πέταξε σε μία πράσινη τελεία και τις απομάκρυνε με το στόμα του. Ήταν από αυτά τα αυθάδικα κουνούπια και ήταν χιλιάδες γύρω του.

Ο Χενγκ έφαγε μερικά ακόμα και εξεπλάγη που άλλα ήταν γλυκά κι άλλα ξινά. Του άρεσαν κι οι δύο γεύσεις, αλλά προτιμούσε τα γλυκά καθώς υπέθετε ότι είχαν ρουφήξει αίμα και γι' αυτό ήταν πιο μαλακά. Αφού έφαγε καμιά ντουζίνα, παρατήρησε ότι υπήρχαν διαβαθμίσεις στη γλυκύτητα και μάντεψε ότι το αίμα προέρχονταν από από διαφορετικά ζώα κι ανθρώπους ακόμη κι από την οικογένειά του. Το ένστικτο κι η προκατάληψη του του υπαγόρευαν ότι αν είχαν πιει ανθρώπινο αίμα, σίγουρα θα ήταν της οικογένειάς του επειδή τα κουνούπια είναι χαζά και δεν μπορούν να επιστρέψουν αν έχουν φύγει από ένα μέρος.

Χαχάνισε, όπως μπορούν οι νυχτερίδες, με το αστείο κατά των κουνουπιών και έφαγε μερικά ακόμη.

Ο Χενγκ τα έφαγε με όρεξη. Ήταν σαν να τρως ανοιχτές σοκολάτες από τα ράφια με διάφορες σοκολάτες σε μαγαζί με γλυκά. Επέλεγε τα θύματά του τυχαία και δεν ήξερε ποια γεύση θα γευόταν μετά, αλλά ήταν όλα ωραία και δεν το ένοιαζε.

Μετά, θυμήθηκε την οικογένειά του, τον κίνδυνο και πάλι την οικογένειά του. Ήθελε να τους πει ότι είναι καλά κι ασφαλής, αλλά δεν ήξερε πώς. Φτερούγισε μπροστά στη Γουάν και προσπάθησε να τον χτυπήσει. Έβγαλε ήχο πουλιού, αλλά δεν τον άκουγε κι ακόμη κι αν τον άκουγε, δεν θα την καταλάβαινε.

Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν και είχε ξεμείνει από ιδέες. Η γυναίκα του έκλαιγε, οπότε πλησίασε από πίσω την κόρη του κι ελπίζοντας να μην τον χτυπήσει, προσγειώθηκε στον ώμο της. Μόλις την ακούμπησε, έγινε πάλι άνθρωπος κι έπεσαν κι οι δύο στη γη.

Η Ντιν ήταν ένιωθε πολύ αμήχανα με τον γυμνό πατέρα της πάνω στο στήθος της κι ο Χενγκ ήταν τρομαγμένος. Σηκώθηκε και κάλυψε τα γεννητικά του όργανα με τα χέρια του.

«Συγγνώμη, Ντιν, δεν ήθελα να συμβεί αυτό».

«Από πού στο καλό ήρθες, μπαμπούλη; Μαμά, ο μπαμπούλης είναι καλά, είναι εδώ πέρα» φώναξε, τινάζοντας τη σκόνη και προσπαθώντας να μην κοιτάει τον πατέρα της.

«Ευτυχώς που είσαι καλά, μπαμπούλη, αλλά πού ήσουν; Σε είδαμε να πέφτεις και σε ψάχναμε παντού».

«Θα σας πω μετά. Πτώση, όχι πτώση, λίγο. Όχι πολύ μακριά».

«Είναι σχεδόν 10 μέτρα από εκεί και σε είδαμε να πέφτεις» είπε ο Ντεν.

«Όχι πρόβλημα. Όχι θάνατος. Εδώ είμαι. Καμία ανησυχία».

Οι απαντήσεις του Χενγκ ήταν τόσο παράξενες που όλοι τον κοιτούσαν, ακόμη κι η Ντιν που το απέφευγε.

«Χενγκ, τι συνέβη εκεί; Γιατί δεν μας λες; Νομίζαμε ότι σίγουρα πέθανες».

«Δεν ξέρω τι έγινε» είπε κι ήταν αλήθεια, αν και το στο κεφάλι του μόλις ξεκαθάρισε ότι έγινε νυχτερίδα μία φορά.

Δεν ήταν ο παλιός καλός Χενγκ κι ούτε θα γινόταν ξανά, αλλά τουλάχιστον τώρα ήταν άνθρωπος ή περισσότερο θηλαστικό. Σαν να έφευγε μία ομίχλη από το κεφάλι του.

«Χενγκ, δεν νομίζεις ότι πρέπει να βάλεις ρούχα; Είσαι ολόγυμνος μπροστά στην κόρη σου και στη θεία σου».

Ο Χενγκ έβαλε ένα χέρι στον πισινό του και πήγε στο δωμάτιό του. Μίλησαν γι' αυτόν στο οικογενειακό τραπέζι όσο έλειπε, αλλά ο Χενγκ ένιωθε σαν βασιλιάς, φαντασμένος και περήφανος, καθώς έβαλε γύρω του ένα σαρόνγκ και σκεφτόταν να κατέβει κάτω.

Είχε πετάξει και δεν ήξερε κανέναν άλλον που να γνώριζε αυτήν την αίσθηση. Είχε φάει κουνούπια σε φυγή όπως οι ηλικιωμένες σοκολάτες με αλκοόλ τα Χριστούγεννα κι είχε ανέβει. Δεν υπήρχαν κίνδυνοι γι' αυτόν πλέον. Δεν θα πεινούσε ποτέ και κανείς δεν θα τον πλήγωνε. Ένιωθε ελεύθερος, πραγματικά ελεύθερος για πρώτη φορά στη ζωή του αν και δεν ήξερε τι είδος ζωής έμελλε να έχει.

Αισθανόταν, όμως, ότι έπρεπε να το κρατήσει μυστικό για την ώρα αφού αξιολογήσει πρώτα τη γνώμη της τοπικής κοινωνίας επειδή τώρα ήταν ο Πι Πομπ, ο λαό-ταϊλανδέζικος όρος για τον βρικόλακα κι όλοι τον φοβόντουσαν όπως κι ο ίδιος.

Έλεγξε τα δόντια του από απορία κι οι κυνόδοντες του δεν είχαν μεγαλώσει αν κι ήταν χλωμός σαν πεθαμένος και τα μάτια του ήταν κόκκινα με ροζ. Αποφάσισε να πάει κάτω και κατέβηκε αριστοκρατικά. Όταν τον είδαν από το τραπέζι, ένιωθαν την ύπαρξη ενός μεγαλοπρεπή άντρα. Η αλλαγή ήταν καταπληκτική. Ήταν απίθανος και η παρουσία του τον έκανε να λάμπει σαν φάρος από χιλιόμετρα. Καθώς κάθισε το τραπέζι, η Γουάν τον ρώτησε:

«Είσαι εντάξει, Χενγκ; Σίγουρα δεν χτύπησες το κεφάλι σου κατά την πτώση;».

«Είμαι καλά, ποτέ καλύτερα, Μαντ, γυναίκα, Γουάν. Είμαι όπως θα έπρεπε. Όλοι είναι όπως πρέπει. Μπορώ να φάω και το άλλο παϊδάκι τώρα;».

«Φυσικά. Θέλεις να στο ζεστάνω;».

«Όχι, έτσι όπως είναι».


Вы ознакомились с фрагментом книги.
Для бесплатного чтения открыта только часть текста.
Приобретайте полный текст книги у нашего партнера:
Полная версия книги
(всего 220 форматов)