скачать книгу бесплатно
«Γνωρίζετε τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό το σπίτι»;
«Εννοείς την καθυστερημένη και τον παλιόγερο»;
«Δε νομίζω πως είναι καθυστερημένη».
«Μπα; Της έχεις μιλήσει»;
«Ναι».
«Και δε νομίζεις ότι έχει χάσει δυο-τρεις βίδες απ’ το κεφάλι»;
«Νομίζω πως έχει κάποιου είδους πρόβλημα ομιλίας».
«Έτσι το λένε τώρα; Ο γέρος ζει ακόμη»;
«Ναι, καλά είναι».
«Δεν τον έχει δει κανείς για μήνες. Νομίζαμε ότι πέθανε και η καθυστερημένη τον έχωσε στην κατάψυξη», Γέλασε σαν ύαινα.
Και κάποιος άλλος γέλασε· ένας γέρος που ξετρύπωσε πίσω από μια σειρά αζαλέες, σαν γκριζομάλλης φασουλής. Μάλλον ήταν ο σύζυγος της γυναίκας.
«Στην κατάψυξη»! Γκάριζε σαν ηλίθιος.
Σας χρειάζεται ένα χώσιμο σε ζωολογικό κήπο, και στους δυο σας.
Άλλαξε κατεύθυνση και πήγε στο αυτοκίνητό του. Έβαλε μπρος τη μηχανή της γυαλιστερής ασπροκόκκινης Μπιούικ του, κι έφερε τη ζώνη του οδηγού μπροστά, ασφαλίζοντάς τη στην υποδοχή της. Έλεγξε τον εσωτερικό καθρέφτη και είδε δυο μικρά κοριτσάκια να χοροπηδούν στην άκρη του πεζοδρομίου. Είχαν ζωγραφίσει με κιμωλία τετραγωνάκια πάνω στο τσιμέντο και χοροπηδούσαν από πάνω τους, χαχανίζοντας από τον ενθουσιασμό τους. Μπροστά του βρισκόταν ένας πελώριος, καταϊδρωμένος άνδρας χωρίς μπλούζα και υπερβολικά στενό σορτσάκι, να κουρεύει το γρασίδι στον κήπο του.
Ο Ντόνοβαν έριξε άλλη μια ματιά στο σπίτι της Σάντια, όπου τα αγριόχορτα μεγάλωναν δίχως έλεος και οι τριανταφυλλιές έγερναν προς το χώμα.
«Να πάρει», ψιθύρισε, και έσβησε τη μηχανή.
Κεφάλαιο Τρία
Χρονοδιάγραμμα: 1623 π.Χ., στα ανοιχτά του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού
Ο Ακέλα ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο αρμάτωμα ανάμεσα στα κύτη του διπλού κανό του, μήκους 16 μέτρων. Άφησε τα δάχτυλά του να γλιστρήσουν μέσα στο νερό καθώς αγνάντευε τον Νότιο Ειρηνικό.
Το μεταναστευτικό του κομβόι ολοκλήρωναν άλλα δύο διπλά κανό. Κυβερνήτης του δεύτερου κανό ήταν ο φίλος του Ακέλα, o Λολάνι, ενώ το τρίτο το διοικούσε ο Κάλεϊ. Οι τρεις άντρες είχαν επιλεγεί σκοπίμως από τους αρχηγούς του Μπαμπατάνα επειδή δεν είχαν συγγένεια εξ αίματος. Ούτε και οι γυναίκες τους.
Με το πέρασμα πολλών γενεών, οι Πολυνησιακοί συνειδητοποίησαν ότι οι νέες αποικίες εξασθενούσαν και πέθαιναν εάν οι ενήλικες είχαν στενές συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους. Ήξεραν επίσης ότι ένα ζεύγος δεν μπορεί να παράξει βιώσιμο πληθυσμό. Ήταν ακόμη αβέβαιο εάν γινόταν με δύο ή τρία ζευγάρια, επομένως έστελναν τουλάχιστον σαράντα άτομα σε τέτοια ταξίδια, για να είναι εγγυημένη η επιτυχία της νέας αποικίας.
«Τεβίτα», είπε η Καρίκα στην πεντάχρονη κόρη της, «δώσε το μαγιάτικο στον μπαμπά σου».
Το μικρό κορίτσι γέλασε, πήρε στα χέρια της το φρεσκοκομμένο κομμάτι ψαριού, κι έτρεξε πάνω στην πλατφόρμα κατά μήκος του κανό, προς την πλώρη. Δε φοβόταν να πέσει στη θάλασσα. Και εάν τύχαινε να πέσει, θα κολυμπούσε μέχρι το σχοινί που κρεμόταν από το κανό για να πιαστεί και να ανέβει, ή, θα έψαχνε για κάποιον από τα άλλα κανό να την τραβήξει έξω απ’ το νερό.
«Μπαμπά», είπε η Τεβίτα, «έχω κάτι για σένα».
«Αα», μίλησε ο Ακέλα, «πώς ήξερες ότι ήμουν τόσο πεινασμένος»; Πήρε το ωμό φιλέτο ψαριού, το βούτηξε στη θάλασσα και το έσχισε στα δύο, ένα γι’ αυτόν κι ένα για την κόρη του.
Μασουλούσαν χωρίς να μιλούν καθώς παρατηρούσαν τα κύματα που έρχονταν.
Είχε εκλεγεί αρχηγός αυτής της αποστολής λόγω των δεξιοτήτων του στη ναυσιπλοΐα. Είχε αποδειχθεί ικανός ήδη σε προηγούμενα ταξίδια.
Οι τρεις πιρόγες ήταν φτιαγμένες από δέντρα ευκαλύπτου που φύτρωναν στο νησί καταγωγής τους, Τσόιζελ. Κάθε σκάφος είχε δύο τριγωνικά ιστία φτιαγμένα από πλεγμένα φύλλα παντάν.
Τα διπλά κύτη των κανό ενώνονταν μέσω δύο δοκών τεσσάρων μέτρων, οι οποίοι κάλυπταν το κατάστρωμα που ήταν φτιαγμένο από ξύλο τεκτόνα. Είχαν χωρητικότητα πενήντα τέσσερις ενήλικες και παιδιά, συν σκύλους, γουρούνια και κότες, μαζί με αρτόκαρπο, καρύδα, τάρο, ροδόμηλο, ζαχαροκάλαμο και φύλλα παντάν σε δοχεία.
Πέραν από τους ανθρώπους και τα ζώα, βρισκόταν σε κλουβί και ένα μεγάλο θαλασσοπούλι, μια φρεγάτα
.
Πάνω σε ένα απ’ τα κανό, κάθονταν πέντε γυναίκες οκλαδόν κάτω από μία αχυροσκεπή φύλλων φοίνικα. Ενώ καθάριζαν τα ψάρια που είχαν πιάσει, συζητούσαν για το ταξίδι και πώς θα ήταν η καινούργια ζωή τους στον νέο τόπο.
Το ωμό ψάρι προσέφερε, εκτός της θρέψης, και τα απαραίτητα υγρά που χρειάζονταν ο οργανισμός τους. Χρησιμοποιούσαν τα κεφάλια και τα εντόσθια για να πιάσουν άλλα ψάρια, και ίσως καμιά νόστιμη θαλάσσια χελώνα.
Τα αγκίστρια ήταν κατασκευασμένα από κόκαλο σκύλου, και η πετονιά ήταν υφασμένη από ίνα κοκοφοίνικα.
Τη διατροφή τους συμπλήρωναν με αποξηραμένο τάρο, καρύδα, αρτόκαρπο και κρέας.
«Καρίκα», μίλησε η Χίουα Λάνι καθώς έκοβε στη μέση έναν αρτόκαρπο με το πέτρινο μαχαίρι της, «αν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στο νησί, θα μας συμπαθήσουν»; Η ακονισμένη πλευρά του μαχαιριού της από βασάλτη ήταν αρκετά κοφτερή, ώστε έκοβε το φλοιό της καρύδας ή τα καπούλια ενός φρεσκοσκοτωμένου χοίρου.
Η Καρίκα κοίταξε το έφηβο κορίτσι. «Μάλλον όχι. Όλα τα νησιά είναι πυκνοκατοικημένα. Αν βρούμε άλλους ανθρώπους εκεί, τότε ο Ακέλα θα κάνει εμπόριο για φρέσκο φαγητό και θα μας πάει σε άλλο νησί».
Στην καμπύλη του κανό, ο Ακέλα μελετούσε το ξύλινο διάγραμμά του, το οποίο έμοιαζε με παιχνίδι· μικρά κλαδάκια δεμένα μεταξύ τους με κομμάτια ίνας στο σχήμα περίπου ενός ορθογώνιου παραλληλογράμμου. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν ναυτικό διάγραμμα, που έδειχνε τους τέσσερις τύπους ωκεάνιων κυμάτων που παρατηρούνταν στο Νότιο Ειρηνικό. Δεμένα πάνω στο διάγραμμα ήταν μικρά κοχύλια, τα οποία έδειχναν την τοποθεσία γνωστών νησιών.
Χρησιμοποιώντας τη γνώση τους για τα ωκεάνια κύματα, τους εποχικούς ανέμους και τις θέσεις των αστέρων, οι Πολυνησιακοί είχαν διασχίσει το μεγαλύτερο κομμάτι του απέραντου ωκεανού.
Ο Ακέλα κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του προς τον Μέτοα, που καθόταν στην πρύμνη του αριστερού κύτους κρατώντας το κουπί του μέσα στο νερό. Του έκανε σήμα προς τα βορειοανατολικά, λίγο πιο δεξιά από την τωρινή τους κατεύθυνση.
Ο Μέτοα έγνεψε, και μετατόπισε το κουπί του για να πάρει την καινούργια πορεία.
Τα άλλα δύο σκάφη, που βρίσκονταν πίσω στα αριστερά και δεξιά απ’ τα απόνερα του αρχηγικού κανό του Ακέλα, άλλαξαν κι αυτά την πορεία τους για να τον ακολουθήσουν.
«Εάν το νέο νησί δεν είναι πυκνοκατοικημένο, μπορεί να μας υποδεχτούν με ahima’a
», είπε η Χίουα Λάνι.
Η Καρίκα αποκεφάλισε ένα κοκκινόψαρο που σπαρταρούσε. «Με γεύμα»; Γέλασε. «Ναι, με εμάς για το κυρίως πιάτο».
Γέλασαν και οι άλλες γυναίκες, αλλά η Χίουα Λάνι όχι. «Κανίβαλοι; Σαν εκείνους τους βάρβαρους από το Νούκου Χίβα;
«Μάλλον». Η Καρίκα καθάρισε το κοκκινόψαρο και πέταξε τα εντόσθια μέσα σε ένα κομμένο νεροκολόκυθο. «Ποιος ξέρει τί διαβολικά πράγματα παραμονεύουν σε μερικά απ’ αυτά τα απομονωμένα νησιά».
Η Χίουα Λάνι έκοψε έναν αρτόκαρπο. «Ελπίζω να παραμονεύουν μερικοί φιλικοί νέοι άντρες σε αυτά τα νησιά».
«Χίουα Λάνι», της απάντησε η Καρίκα, «έχουμε ήδη τέσσερις πολύ καλούς νέους άντρες πάνω στα κανό μας».
Η Χίουα Λάνι τίναξε τα μακριά μαύρα μαλλιά της πάνω απ’ τον γυμνό ώμο της. «Είναι όλοι τους τόσο ανώριμοι. Θα προτιμούσα να παντρευτώ κανίβαλο».
«Κοίτα εκεί». Η Καρίκα έδειξε δυτικά με το μαχαίρι της, σε ένα σημείο όπου μαύρα σύννεφα σχημάτιζαν μια γραμμή πάνω απ’ τον ορίζοντα της μπλε θάλασσας.
«Λοιπόν», μίλησε η Χίουα Λάνι, «τουλάχιστον θα έχουμε καθαρό νερό απόψε». Σηκώθηκε και πέταξε τον αρτόκαρπο στα πεινασμένα γουρούνια.
«Ναι». Η Καρίκα κοίταξε με ένα γρήγορο βλέμμα το μπροστινό αρμάτωμα, όπου πριν μερικά λεπτά κάθονταν ο άντρας και η κόρη της. «Υποθέτω πως θα ‘χουμε».
Ο Ακέλα στάθηκε όρθιος στην καμπύλη του αριστερού κύτους, με τα χέρια του να σκεπάζουν τα μάτια καθώς παρατηρούσε την καταιγίδα.
Η μικρή Τεβίτα, δίπλα του, μιμούνταν τον πατέρα της.
Στη διάρκεια των βροχών, οι γυναίκες σχημάτιζαν την αχυροσκεπή σε κωνικό σχήμα ώστε το νερό της βροχής να πέφτει μέσα σε άδειες καρύδες. Όταν γέμιζαν, τις έκλειναν με ξύλινα καπάκια και τις αποθήκευαν στο κάτω μέρος των κανό.
Πριν ξεκινήσουν το μακρινό τους ταξίδι, οι γυναίκες είχαν τρυπήσει πενήντα φρέσκες καρύδες, είχαν στραγγίσει το υγρό τους για να το χρησιμοποιήσουν για μαγείρεμα, και τις τοποθέτησαν πάνω σε διάφορες μυρμηγκοφωλιές. Μέσα σε λίγες μέρες, τα μυρμήγκια είχαν καθαρίσει το εσωτερικό των καρυδών επιτυχώς, αφήνοντας πίσω καθαρά και ανθεκτικά σκεύη για την αποθήκευση πόσιμου νερού.
Μόλις γέμιζαν οι καρύδες από το νερό που κατέβαινε από το στέγαστρο, έπλεναν τα παιδιά με το υπόλοιπο για να φύγει το αλάτι απ’ τα κορμιά τους.
Η Τεβίτα είχε την σημαντικότατη δουλειά σίτισης και προστασίας της φρεγάτας. Η μεγάλη φρεγάτα, όπως την ονόμαζαν, είχε άνοιγμα φτερών σχεδόν δύο μέτρων, και ήταν από τα σημαντικότερα μέλη του πληρώματος.
Όταν πίστευε ο Ακέλα πως πλησίαζαν σε νησί, άφηνε τη φρεγάτα ελεύθερη, και όλη την έβλεπαν να πετά ψηλά στον αέρα ώστε να πετάξει μακριά στον ορίζοντα.
Το θαλασσοπούλι δεν πλησιάζει ποτέ το νερό, διότι δεν κατέχει νηκτική μεμβράνη στα δάχτυλα των ποδιών του, και τα φτερά του δεν είναι αδιάβροχα. Αν δε βρει στεριά, θα επιστρέψει στα κανό.
Αν δεν επιστρέψει, αυτά είναι καλά νέα, γιατί αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται νησί αρκετά κοντά. Έτσι, ο Ακέλα μετά θα αλλάξει πορεία προς την κατεύθυνση που πέταξε το πουλί.
* * * * *
Κοιτούσαν τον ορίζοντα με τις καταιγίδες όλο το απόγευμα, και όταν ήρθε η νύχτα, φώτιζαν ανά λίγα δευτερόλεπτα κεραυνοί τον σκοτεινό ουρανό, ενώ οι βροντές ταρακουνούσαν τα τρία εύθραυστα σκάφη, και τα ανήσυχα ζώα έκρουαν και τσίριζαν.
Ο Ακέλα είχε αλλάξει την πορεία τους προς την ανατολή, σε μια προσπάθειά του να πλεύσει περιμετρικά των καταιγίδων, αλλά αυτές μεγάλωναν και εξαπλώθηκαν προς την κατεύθυνσή του, σαν να ανέμεναν αυτή την κίνηση προς διαφυγή.
Θα μπορούσε να γυρίσει και να πλεύσει με τους ανέμους, αλλά οι καταιγίδες θα τους έφταναν.
Έδεσαν τα ζώα και οτιδήποτε άλλο δεν ήταν ασφαλισμένο στις σανίδες.
Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν στο κατάστρωμα, κρατώντας τα ζώα και σχοινιά ασφαλείας δεμένα στα κανό.
Η καταιγίδα στην ανοιχτή θάλασσα είναι πάντα φοβερή, αλλά τη νύχτα είναι τρομακτικότατη.
Вы ознакомились с фрагментом книги.
Для бесплатного чтения открыта только часть текста.
Приобретайте полный текст книги у нашего партнера: